Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπο-ξύρω

См. также в других словарях:

  • αναξυρίς — (I) ἀναξυρίς ( ίδος), η (AM) (συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδες στενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξυριώ — ξυριῶ, άω (Μ) επιθυμώ να ξυριστώ, θέλω ξύρισμα, έχω ανάγκη από ξύρισμα («ἡ ἀεὶ ξυριῶσα καὶ νεανισκευομένη παρειά», Νικ.Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρῶ + κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. μαθητ ιάω)] …   Dictionary of Greek

  • υποξυρώ — άω και έω, ΜΑ μσν. ξυρίζω ελαφρώς, παίρνω λίγο με το ξυράφι αρχ. 1. μέσ. ὑποξυρῶμαι, άομαι ξυρίζομαι κάτω από το πηγούνι 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπεξυρημένος ξυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξυρῶ «ξυρίζω» (< ξυρόν «ξυράφι»)] …   Dictionary of Greek

  • υποξύριος — ία, ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από το ξυράφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. ὑπὸ ξυρῷ + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»