Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπο-νεύω

См. также в других словарях:

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • νεύμα — το (ΑΜ νεῡμα) σημείο που δίνεται με κίνηση τού κεφαλιού, τών οφθαλμών ή τών χεριών, νόημα, γνέψιμο («καὶ ὁ χριστὸς ἔλεξε δαήμονι νεύματα πέμπων», Νόνν.) νεοελλ. (στη μουσική σημειογραφία) σημείο που τοποθετούσαν πάνω από τις συλλαβές οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • νεύση — η (ΑΜ νεῡσις) [νεύω] νεοελλ. βοτ. περιστροφική ή ελλειψοειδής κίνηση τών κορυφών τών βλαστών, τών ελίκων και άλλων οργάνων τών φυτών νεοελλ. μσν. 1. κλίση τής κεφαλής προς τα εμπρός και κάτω («ταῑς ἀνενδότοις νεύσεσι πρὸς τὸν θεὸν ἐκδημῶν», Μηναί …   Dictionary of Greek

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • περινεύω — Α 1. σκύβω από ένα μέρος και κοιτάζω γύρω γύρω με φόβο 2. γέρνω μια από το ένα μέρος μια από το άλλο 3. (για τόπο) έχω κλίση προς τα κάτω, είμαι κατωφερής («ἡ δὲ Μεσσηνία περινεύουσα τὸ πλέον ἐπὶ τὸν νότον», Στρόβ.) 4. προβάλλω 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Γ, γ — Το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Αντιστοιχεί με το φοινικικό γίμμελ και στις πιο αρχαίες ελληνικές επιγραφές και στην ετρουσκική προσαρμογή του είχε το σχήμα . Με τη μεταρρύθμιση του αλφαβήτου την εποχή του άρχοντα της Αθήνας Ευκλείδη… …   Dictionary of Greek

  • κατεκνεύω — (Μ) κρέμομαι από πάνω, επικρέμαμαι, προεξέχω από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐκ νεύω με τη σημασία «κλίνω προς τα κάτω, πέφτω»] …   Dictionary of Greek

  • νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… …   Dictionary of Greek

  • γνέθω — και νέθω μεταβάλλω μαλλί, μπαμπάκι, λινάρι κ.λπ. σε νήμα, κλώθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνέθω σχηματίστηκε με συμφυρμό τών νέω και νήθω το γ είναι προθετικό σε λέξεις που αρχίζουν από ν (πρβλ. νεύω γνεύω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»