-
1 ἀπ-ο-μόργνυμι
ἀπ-ο-μόργνυμι (s. ὀμόργνυμι), abwischen, αἷμ' ἀπομόργνυ Il. 5, 798; 18, 414 σπόγγῳ δ'ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῖρ' ἀπομόργνυ αὐχένα τε καὶ στήϑεα; Iliad. 5, 416 ἀπ' ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ; in demselben Sinne med., ἀπομόρξατο δάκρυ Iliad. 2, 269 Od. 17, 304; Od. 18, 200 ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς; Iliad. 23, 739 ἀπομορξαμένω κονίην; ἱδρῶτα Ar. Ach. 663; übertr., ἀπομορχϑεὶς τὴν ὀργήν Vesp. 560, u. sp. D., z. B. Ap. Rh. 2, 86; ἀπό τινος Mosch. 2, 96.
-
2 ἀπομόργνῦμι
ἀπο-μόργνῦμι, ipf. ἀπομόργνῦ, mid. aor. ἀπομόρξατο, part. ἀπομορξαμένω: wipe off or away, mid., from oneself; σπόγγῳ δ' ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῖῤ ἀπομόργνῦ, Il. 18.414; ἀπομόρζατο χερσὶ παρειάς, ‘rubbed,’ Od. 18.200.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπομόργνῦμι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий