Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπο-μηρύομαι

См. также в других словарях:

  • ἀπομηρύσασθαι — ἀπομηρύ̱σασθαι , ἀπό μηρύομαι draw up aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»