-
1 ἀπο-μηρύομαι
ἀπο-μηρύομαι, ab-, herausziehen, ἰχϑὺν βυϑῶν ἀπομηρύσασϑαι Opp. Cyn. 1, 50.
-
2 μηρύομαι
A draw up, furl,ἱστία μηρύσαντο Od.12.170
, cf. A.R.4.889; ναῦται δ' ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα drew up the anchor, S.Fr. 761;μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Opp.C.1.50
; μ. πείσματα, σχοίνους, AP10.2 (Antip. Sid.); wind up the strands of a torsion-engine, HeroBel.98.10, AP10.5 (Thyill.); draw out phlegm, Aret.SA1.5.2 in weaving, κρόκα ἐν στήμονι μηρύσασθαι weave the woof into the warp, Hes.Op. 538.3 in [voice] Med., μαρύεται περὶ χείλη κισσός ivy draws itself, winds round the edge, Theoc.1.29.II [voice] Act. is found in [tense] pf., περὶ τὸν τένοντα δυσκρίτους φλέβας μεμήρυκεν has twined, Hp.Oss.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηρύομαι
-
3 ἀπομηρύομαι
ἀπο-μηρύομαι, ab-, herausziehen -
4 απομηρύσασθαι
-
5 ἀπομηρύσασθαι
См. также в других словарях:
ἀπομηρύσασθαι — ἀπομηρύ̱σασθαι , ἀπό μηρύομαι draw up aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… … Dictionary of Greek