Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀπο-μερίζω

См. также в других словарях:

  • μέρισμα — το (Α μέρισμα) [μερίζω] νεοελλ. 1. μοίρασμα, διανομή, μοιρασιά 2. μερίδιο 3. (οικον.) α) το μερίδιο κερδών για κάθε μετοχή που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας β) το ποσό που εισπράττει κάθε ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το …   Dictionary of Greek

  • μερισμός — ο (ΑM μερισμός) [μερίζω] 1. μοίρασμα, μοιρασιά, διανομή 2. διχοτόμηση, χωρισμός στα δύο 3. κατανομή, καταμερισμός 4. (λογ.) φρ. «μερισμός αντίφασης» καθορισμός τών στοιχείων αντιφάσεως, διαίρεση σε αντιφατικές προτάσεις ή έννοιες νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՍՆ — (սին, սունք, սանց.) NBH 2 0210 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. μερίς, μέρος (յորմէ եւ թ. միրաս ). pars partitio (որպէս թէ Մի այս, կամ ʼի միասին.) Բաժին մի ʼի բոլորէ իմեքէ. հատուած. հատոր. կոտոր. պատառ, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»