Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπο-μαντεύομαι

См. также в других словарях:

  • διαμαντεύομαι — (Α) [μαντεύομαι] (αποθ.) 1. ορίζω με χρησμό 2. προφητεύω μέσω άλλου 3. παίρνω χρησμό από μαντείο …   Dictionary of Greek

  • ημερομαντεία — ἡμερομαντεία, ἡ (Α) το να μαντεύει κάποιος από την κατάσταση τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + μαντεία (< μαντεύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • κηρομαντεία — η μαντεία που γίνεται με επίσταξη κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + μαντεία (< μαντεύομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθανάσιο Σταγειρίτη] …   Dictionary of Greek

  • οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»