-
1 ἀπο-λαγχάνω
ἀπο-λαγχάνω (s. λαγχάνω), 1) durchs Loos von etwas bekommen, τῶν κτημάτων τὸ μέρος Her. 4. 114. 115; vgl. 7, 23; übh. erhalten, bekommen, Eur. Herc. fur. 330. – 2) nicht durchs Loos erhalten, wie ἀπο. τυγχάνω, Eur. Ion. 621; Plut. Cat. min. 6; ἐβουλόμην ἂν μὴ ἀπολαχεῖν αὐτὸν κριτήν Lys. 4, 3, daß er durchs Loos zum Richter bestimmt wäre.
-
2 λαγχάνω
Grammatical information: v.Meaning: `obtain by lot (office, complains), obtain one's portion' (on the meaning Debrunner Mus. Helv. 1, 36ff.) (Od.)Other forms: aor. λαχεῖν (Il.), causat. λελαχεῖν (Il.), perf. λέλογχα (λ 304), λέλᾰχα (Emp.), εἴληχα (A., Att.), fut. λάξομαι (Hdt.), λήξομαι (Pl.), pass. perf. εἴληγμαι, aor. ληχθῆναι (Att.),Derivatives: 1. With old o-coloured full grade: λόγχη f. `share' (Ion.; on the acc. cf. Schwyzer 459 b 1); with εὔ-λογχος = εὔ-μοιρος (Democr.) with εὑλογ\<χ\> εῖν εὑμοι-ρεῖν H. 2. With zero grade: λάξις `portion, share (of land)' (Hdt., Miletus), Άπόλαξις (Eretria); Λάχεσις f. name of one of the Moirai, also appellat. `share, lot' (Hes., Pi.; after γένεσις? Holt Les noms d'action en - σις 93, Porzig Satzinhalte 336f.; cf. esp. Νέμεσις and Fraenkel Nom. ag. 1, 51 n. 1); younger formations λάχος n. `lot, share' (Thgn., Pi., A.; also Arc.) and λάχη ( λαχή?) f. `id.' (A. Th. 914, H.); cf. on λαχαίνω; PN Λάχης, - ητος m. (Th.); λαχμός = λάχος `id.' (Sch., Eust.). 3. With sec. full grade (cf. below): λῆξις ( σύν-, διά-, ἀντί-) `drawing (lot), lot, i. e. written complaint' (Att.). To the old λέλογχα, λόγχη and λαχεῖν, λάξις arose after εἴληφα, λήψομαι, λῆψις ( λαγχάνω: λαμβάνω, λαχεῖν: λαβεῖν) as innovations εἴληχα, λήξομαι, λῆξις etc.Etymology: No certain agreement. Quite doubtful hypothesis by Mayrhofer ZDMG 105, 181 n. 2 (S. 182; after Thieme): to Skt. lakṣá- `stake' (: λάχος as vatsá-: Ϝέτος; but λάχος is innovation). On earlier attempts s. Bq. - A notable agreement with Λάχεσις is Messap. Logetibas (dat.pl.), to which Λάγεσις θεός. Σικελοί H.; it must be an old loan; cf. Krahe Arch. f. Religionswiss. 30, 393ff., Kretschmer Glotta 12, 278ff.; on the o-vowel also Krahe Glotta 17, 102 n. 2.Page in Frisk: 2,69-70Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαγχάνω
-
3 λαγχανω
(ᾰ) (fut. λήξομαι - ион. λάξομαι, aor. ἔλ(λ)ᾰχον, pf. εἴληχα - эп.-ион. λέλογχα; pass.: aor. ἐλήχθην, pf. εἴληγμαι)1) (тж. λ. κλήρῳ Hom., Plut., κλῆρον NT. и ἀπὸ κλήρου Plut. или λ. πάλῳ Her., Aesch.) получать в удел, обретать по жребию или по воле судьбы(χρυσὸν καὴ χαλκόν, ληΐδος αἶσαν Hom.; πόλιν τινός Plat.; εἰληχὼς τιμήν τινα Arst.; τοῦ δυστυχοῦς Plut.)
ἀρχέν λαχεῖν Arph. — получить по жребию служебное назначение;τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς λαχεῖν Thuc. — получить в удел славную кончину;ἐπὴ (πρὸς или ἐν) πύλαις λαχεῖν Aesch. — получить пост у ворот (в качестве боевого участка);οἱ λαχόντες Thuc. — те, на которых пал жребий или соответственно жребию;ὅ λαχὼν πολεμαρχέειν Her. — тот, на которого пал жребий принять командование;ὅ λαχὼν βασιλεύς Dem. — избранный по жребию царем2) юр. (об исках, порядок слушания которых определялся жребием)λ. δίκην τινί Plat. и πρός τινα Lys. — вчинять иск кому-л., подавать жалобу на кого-л.;
τοῦ κλήρου τέν δίκην λ. Isae. — вчинять иск о наследстве;λ. τινὴ φόνου Dem. — привлекать кого-л. к судебной ответственности за убийство;λ. δίκην τινὴ εἴς τινά τινος Dem. — подавать жалобу на кого-л. кому-л. из-за чего-л.;λ. πρὸς τὸν ἄρχοντα Isae. — подавать жалобу архонту3) братьλ. δώρων ἐκ Πριάμοιο Hom. — получать дары от Приама;
πατρῴων λαχεῖν Eur. — получить отцовское наследство;οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν ; Soph. — разве она не достойна лучшей (досл. золотой) награды?;μικρὸν ὕπνου λαχών Xen. — заснув ненадолго4) предоставлять, приобщатьπυρὸς θανόντα λ. Hom. — предавать мертвеца сожжению
5) выпадать по жребию, доставаться на долюἐς ἑκάστην (νῆα) ἐννέα λάγχανον αἶγες Hom. — на каждый корабль пришлось по девяти коз;
τὸ λαχὸν μέρος Plat. — доставшееся на долю, жребий6) тянуть или бросать жребий(περί τινος Dem., NT.)
-
4 λαγχάνω
λαγχάνω 2 aor. ἔλαχον, subj. λάχω, ptc. λαχών; pf. 3 sg. εἴληχεν (Ath., R. 13 p. 63, 27; LMelazzo, Glotta 71, ’93, 30–33), ptc. λελογχώς 3 Macc 6:1 (Hom.+) for its constr. s. B-D-F §171, 2; Rob. 509. Pass. of κληρόω.① to obtain someth. as a portion, receive, obtain (by lot, or by divine will; Hom.+; IPriene 205, 2; PTebt II, 382, 5; 383, 14) τὶ someth. ἔλαχεν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης Ac 1:17. πίστιν 2 Pt 1:1.② to be selected through casting of lots, be appointed/ chosen by lot (Hom. et al.; Pla., Pol. 290e ὁ λαχὼν βασιλεύς; SIG 486, 9; 762, 12 λαχὼν ἱερεύς. Oft. used sim. in ins; Jos., Bell. 3, 390. In the broader sense ‘befall’: ApcMos 15 τὸ λαχὸν αὐτοῦ μέρος ἀπὸ τοῦ θεοῦ.) ἔλαχεν τοῦ θυμιᾶσαι he was chosen by lot to burn incense Lk 1:9 (on the constr. s. B-D-F §400, 3; Rob. 1060; 1 Km 14:47 v.l. Σαοὺλ ἔλαχεν τοῦ βασιλεύειν).③ to allot a portion or make an assignment by casting lots, cast lots (Isocr. 7, 23; Diod S 4, 63, 3b) περί τινος for someth. (Ps.-Demosth. 21 Hyp. 2 §3.—B-D-F §229, 2; s. Rob. 509) J 19:24. λάχετέ μοι ὧδε, τίς νήσει τὸν χρυσόν cast lots, now, for the one who will weave the gold (for the temple curtain) GJs 10:2, w. some mss. adding καὶ ἔλαχεν τὴν Μαρίαν ἡ ἀληθινὴ πορφύρα and to Mary fell the lot of (weaving) real purple (i.e. high-quality fabric colored with the dye of shellfish rather than cheap imitations made w. vegetable or other dyes).—DELG. M-M. TW. Spicq. Sv. -
5 ἀπολαγχάνω
ἀπο-λαγχάνω, (1) durchs Los von etwas bekommen; übh. erhalten, bekommen. (2) nicht durchs Los erhalten -
6 απολαγχανω
(fut. ἀπολήξομαι, aor. 2 ἀπέλᾰχον)1) получать по жребию(τῶν κτημάτων τὸ μέρος Her.)
ἀπολαχεῖν κριτήν Lys. — быть избранным по жребию в судьи2) получать(οἴκων πατρός τι Eur.)
3) терпеть неудачу, оставаться ни с чем Eur., Plut.
См. также в других словарях:
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek
Λάχεσις — Αρχαιοελληνική θεότητα, μία από τις τρεις Μοίρες. Αντιπροσώπευε τον λαχνό που οριζόταν για κάθε άνθρωπο από την τύχη. * * * η (Α Λάχεσις, εως και ιων. γεν. ιος) μία από τις τρεις Μοίρες, η οποία κατά την αρχαία αντίληψη διέθετε τους κλήρους τών… … Dictionary of Greek
λαχείο — το 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων λαχνών, όσοι έχουν δελτίο λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα 2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το… … Dictionary of Greek
μεταλαγχάνω — (Α) 1. παίρνω μέρος από κάτι με κλήρο ή κατά τύχη 2. συμμετέχω σε κάτι, σε τροφή, στη Θεία Ευχαριστία, σε εορτή (α. «τοῡ δεσποτικοῡ μεταλαγχάνω σώματος», Θεόδ. β. «τῶν θείων μυστηρίων μεταλαγχάνειν», Θεόδ.) 3. δίνω μέρος από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… … Dictionary of Greek
υπολαγχάνω — Μ λαμβάνω κατά τη διανομή κάτι κατώτερο από τις προσδοκίες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λαγχάνω «παίρνω με κλήρο ή από τύχη»] … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek