-
1 ἀπο-κήρυξις
ἀπο-κήρυξις, ἡ, der Ausruf; bes. a) Enterbung eines Sohnes, ὑπὸ τοῦ πατρός Plut. Them. 2; vgl. Luc. Abdie. 5, ff – b) öffentlicher Verkauf. – c) Bei K. S. Excommunication.
-
2 ἀποκήρυξις
ἀπο-κήρυξις, der Ausruf; bes. (a) Enterbung eines Sohnes. (b) öffentlicher Verkauf. (c) Exkommunikation -
3 αποκηρυξις
См. также в других словарях:
επικήρυξη — Η προκήρυξη χρηματικής αμοιβής με πράξη της πολιτείας, για τη σύλληψη, την ανακάλυψη ή και τον φόνο προσώπων επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια. Η ε. εκδίδεται στην Ελλάδα με προεδρικό διάταγμα, που προκαλείται από τον υπουργό των Εσωτερικών… … Dictionary of Greek