Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀπο-κονίω

См. также в других словарях:

  • ἀπεκονίσατο — ἀπεκονί̱σατο , ἀπό κονίω make dusty aor ind mid 3rd sg ἀπό κονίζω aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ακόνιτος — ἀκόνιτος, ον (Α) [κονίω] 1. αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη σκόνη τού στίβου ή τής παλαίστρας 2. όποιος πετυχαίνει κάτι χωρίς αγώνα και κόπο …   Dictionary of Greek

  • κονίαμα — το (Α κονίαμα, ιων. τ. κονίημα [κονιώ] νεοελλ. 1. μίγμα από λεπτόκοκκη άμμο, νερό και κονία, που συνήθως είναι ασβέστης ή τσιμέντο, το οποίο χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό στην τοιχοποιία, κν. λάσπη 2. το επίχρισμα με τέτοιο μίγμα, ο σοβάς… …   Dictionary of Greek

  • κονίαση — η (Α κονίασις) [κονιώ] επίχριση τοίχου με κονίαμα, σοβάτισμα νεοελλ. ιατρ. νόσος που προκαλείται από εισπνοή σκόνης, αλλ. κονίωση …   Dictionary of Greek

  • μαρμαροκονίαση — η ασθένεια τών πνευμόνων που προκαλείται από εισπνοή μαρμαρόσκονης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κονίαση (< κονιῶ < κόνις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»