-
1 ἀπο-κομιδή
ἀπο-κομιδή, ἡ, 1) die Zurückkunft, Thuc. 1, 137. – 2) das Fortführen, Abfahrt, πλοίων Pol. 25, 7.
-
2 ἀποκομιδή
ἀπο-κομιδή, (1) die Zurückkunft. (2) das Fortführen, Abfahrt -
3 πάμ-παν
πάμ-παν, ganz und gar, gänzlich; πολέμου δ' ἀποπαύεο πάμπαν, Il. 1, 422; βίοτον δ' ἀπὸ π. ὀλέσσαι, Od. 2, 49; u. mit der Negation, ganz und gar nicht, durchaus nicht, Hom. oft, οὐδέ τι πάμπαν ἀμύνειν ἐϑέλεις Il. 9, 435, μηδέ σε π. ἀποτρεπέτω Il. 21, 338; ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες, Pind. Ol. 13, 57; N. 10, 58; πάμπαν ἄπειροι, Eur. Med. 1091; öfter bei sp. D., wie Ap. Rh. 1, 480, Opp. Cyn. 2, 348. – Seltener in Prosa; κομιδῇ τὸ πάμπαν ἐξηφανίζετο, Plat. Polit. 270 e; Arist. H. A. 3, 1; Hdn.
См. также в других словарях:
κομιδή — (I) κομιδή, ἡ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.) 2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.) 3. τροφή 4. μεταφορά εφοδίων 5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν… … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
εική — (Α εἰκῇ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «εική και ως έτυχε» εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή αρχ. 1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ εἰκῇ λέγοντας» διατηρώντας τη λογική του σκέψη… … Dictionary of Greek