Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπο-κάμπτω

  • 1 ἀποκάμπτω

    A turn aside, wheel, opp. ὀρθοδρομεῖν, X.Eq.7.14;

    ἀ. ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr. Char.22.9

    ; ἀ. ἔξω τοῦ τέρματος, of chariots, Arist.Rh. 1409b23.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκάμπτω

  • 2 ἀνακάμπτω

    ἀνακάμπτω fut. ἀνακάμψω; 1 aor. ἀνέκαμψα (s. κάμπτω; Hdt. 2, 8+; LXX; s. Anz 314; New Docs 4, 141f ins [c. 290 B.C.]; TestJob 4:7 σὲ ἐπὶ τὰ ὑπάρχοντα ‘restore you to’ i.e. ‘get you back’ to your possessions; Just., D. 56, 6 [on Gen 18:14] for ἀναστρέψω) intr.
    to go back to a point or area from which an entity has departed, return
    lit. (Diod S 16, 3, 6; 16, 8, 1 al.; PMagd 8, 10; PEdgar 34 [=Sb 6740], 5 [255/254 B.C.]; Ex 32:27; Philo, Aet. M. 58; cp. 31 [w. πρός and acc.]; Jos., Bell. 2, 116; SibOr 5, 33) μὴ ἀ. πρὸς Ἡρῴδην Mt 2:12. πρὸς ὑμᾶς Ac 18:21. Abs. Hb 11:15.
    fig. (cp. BGU 896, 6 πάντα τὰ ἐμὰ ἀνακάμψει εἰς τὴν θυγατέρα) of a religious greeting ἐφʼ ὑμᾶς ἀνακάμψει it will return to you Lk 10:6 (ἀ. ἐπί w. acc. as Pla., Phd. 72b; Περὶ ὕψους 36, 4; M. Ant. 4, 16).
    to return to a former way of thinking, turn back again ἀπὸ τ. παραδοθείσης ἐντολῆς 2 Pt 2:21 v.l.—DELG s.v. κάμπτω. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀνακάμπτω

См. также в других словарях:

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας …   Dictionary of Greek

  • τραχηλίζω — ΝΑ [τράχηλος] κάμπτω ή στρίβω προς τα πίσω τον λαιμό ζώου για να τό σφάξω μσν. αρχ. (κυρίως το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ., ως ουσ.) τά τετραχηλισμένα αυτά που έχουν φανερωθεί («πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῑς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ», ΚΔ) αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… …   Dictionary of Greek

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek

  • κανθός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευβοέα Καννίδη και εγγονός του Άβαντα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και σκοτώθηκε στην Κολχίδα από τον βασιλιά των Ιαπύγων. Μερικοί τον θεωρούν επώνυμο της πόλης Ακάνθου της Χαλκιδικής, που… …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»