-
1 ἀπο-θανατίζω
ἀπο-θανατίζω, falsch statt ἀπαϑανατίζω, Schäf: Schol. par. Ap. Rh. 4, 81.
-
2 αποθανατισθήναι
-
3 ἀποθανατισθῆναι
-
4 αποθανατισθείση
-
5 ἀποθανατισθείσῃ
См. также в других словарях:
ἀποθανατισθείσῃ — ἀπό θανατίζω aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθανατισθῆναι — ἀπό θανατίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)