-
1 ἀπο-διδράσκω
ἀπο-διδράσκω (s. διδράσκω), ion. ἀποδιδρήσκω, entlaufen, entfliehen, Od. 16, 65 ἐκ νηὸς ἀποδράς, 17, 516 νηὸς ἀποδράς; bei den Tragg. nur Soph., σὸν ὄμμα, Ai. 167, meiden. Oft in Prosa, ἐκ τοῠ δεσμωτηρίου Plat. Crit. 53 d; τινά Prot. 310 c. Ueber den Unterschied von ἀποφεύγειν, entkommen, so daß man nicht eingeholt wird (vgl. Ammon.), s. Xen. Cyr. 4, 2, 21 u. An. 1, 4, 8, der es öfter damit vrbdt; Cyr. 5, 3, 37 u. An. 7, 3, 38 ist es nur: unvermerkt abkommen oder sich entfernen, ohne die Absicht des Entlaufens.
-
2 προς-απο-διδράσκω
προς-απο-διδράσκω (s. διδράσκω), noch dazu fortlaufen, D. Cass. 50, 33, aor.
-
3 συν-απο-διδράσκω
συν-απο-διδράσκω (s. διδράσκω), mit oder zugleich weglaufen, κἂν ξυναποδρᾶναι δεῠρ' ἐπιχειρήσειέ μοι Ar. Ran. 81, u. Sp.
-
4 ἐξ-απο-διδράσκω
ἐξ-απο-διδράσκω (s. διδράσκω), daraus entlaufen, Sp.
-
5 διδράσκω
A run away, Hsch.: [tense] pf.,δέδρᾱκα τοῦ καπηλείου Eun.Hist. p.255
D.: [tense] aor. imper. δράντων prob. l. in Tab.Defix.Aud.26 (Crete, iii B. C.); part.δράσαντα POxy.1423.6
(iv A. D.); but mostly found in compds., esp. ἀπο-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδράσκω
-
6 ἀποδιδράσκω
ἀπο|διδράσκω убегать, тайно уходить (syn. ἀποφεύγω); не быть настигнутым aor. ἀπ|έδραν -
7 ἀποδιδράσκω
ἀπο-διδράσκω, aor. 2 part. ἀποδράς: escape by stealth; ἐκ νηός and νηός, Od. 16.65 and Od. 17.516.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποδιδράσκω
-
8 ἀποδιδράσκω
ἀπο-διδράσκω, entlaufen, entfliehen; Unterschied von ἀποφεύγειν, entkommen, so daß man nicht eingeholt wird; unvermerkt abkommen oder sich entfernen, ohne die Absicht des Entlaufens -
9 αποδιδρασκω
ион. ἀποδιδρήσκω (fut. ἀποδράσομαι, aor. 2 ἀπέδραν)1) тайно убегать, незаметно ускользать(νηός и ἔκ νηός Hom.; ἐκ τῆς Σάμου и ἐς Σάμον Her.; ἐκ Θουρίων εἰς Πελοπόννησον, τοὺς φύλακας Plut.)
τὸ ἀποδιδράσκοντα μέ δύνασθαι ἀποδρᾶναι Plat. — неудачная попытка скрыться2) уклоняться, избегать(τινά Her., Thuc.; τι Soph., Dem., Plut.)
3) обходить(τὸν νόμον Arst.)
4) переходить -
10 ἐξαποδιδράσκω
-
11 προςαποδιδράσκω
-
12 συναποδιδράσκω
-
13 δραμεῖν
Grammatical information: v.Meaning: `run' (Il.)Other forms: Aor. (Il.), fut. δραμοῦμαι (Ion.-Att.), perf. δέδρομα (Od.), δεδρόμᾱκα (Sapph.; s. below), δεδράμηκα (Ion.-Att.); aor. to τρέχω.Derivatives: δρόμος with δρομή (Hdn.), δράμημα `run' (Hdt.), also δρόμημα ( APl.). - Deverbat. δρομάασκε (Hes. Fr. 117 v. l.); δρομήσασα (Vett. Val.); ὑποδεδρόμᾱκε (Sapph.; or Aeolic zero grade?), δρομάσσειν τρέχειν H.; also δρωμᾳ̃ τρέχει and δρωμίσσουσα τρέχουσα H.; see Schwyzer 718f.Etymology: The aorist- and perfect stem δραμ-, δρομ- beside δρᾱ- in ἔ-δρᾱ-ν etc. (s. ἀπο-διδράσκω) like the presentstem βαν- \< *βαμ- in βαίνω to βᾱ- in ἔ-βη-ν. Outside Greek Skt. pres. dramati (Gramm.), intens. dan-dram-yate `run'; very uncertain however OE trem `footstep' and related Germ. words (Pok. 204f.). So we have IE * drem-: dreh₂- like guem-: gueh₂-; see βαίνω. A third variant is seen in Skt. drávati `run'. - As present of δραμεῖν Greek has τρέχειν; on the aspect see Benveniste Origines 120.Page in Frisk: 1,414-415Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δραμεῖν
-
14 δραπέτης
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δραπέτης
-
15 ἀποδιδράσκω
ἀποδιδράσκω 2 aor. ἀπέδραν, 3 sg. ἀπέδρα; in late Gk. the subj. ἀποδράσῃ and fem. ptc. ἀποδράσασα (the latter TestJob 39:2) are found; cp. inf. ἀποδρᾶσαι (Vita Jon 5 [p. 84, 2 Sch.]) (Hom. et al.; pap, LXX; En 102:1; TestJob 39:2; TestBenj 5:3; SibOr 4, 124; Philo, Post. Cai. 43; Jos., Ant. 12, 378; Just., D. 60, 3 ἀπεδίδρασκες [Gen 35:1]) run away, escape ἀπό τινος (Jdth 11:3; TestBenj 5:3; Cleopatra ln. 126) fr. someone 1 Cl 28:4. ἀπὸ προσώπου τινός (Gen 16:6; Jdth 10:12; 11:16) 4:8.—DELG s.v. διδράσκω, 1 δράω. New Docs 4, 96f. -
16 δίδημι
δίδημι, Nebenform von δέω, binden; Homer vom Fesseln von Menschen: Iliad. 11, 105 ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς Ἴδης ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοιο λύγοισιν; Odyss. 12, 54 οἱ δέ σ' ἔτι πλεόνεσσι τότ' ἐν δεσμοῖσι διδέντων, v. l. δεόντων, Scholl. Didym. δεόντων: Ἀρίσταρχος γράφει διδέντων, ὡς τιϑέντων. – Xenoph. An. 5, 8, 24 διδέασι. διδράσκω, fut. δράσομαι, aor. ἔδραν, δρᾶναι, δράς, ion. διδρήσκω, gew. nur in Zusammensetzungen mit ἀπό, διά, ἐκ; das simplex stellt Schäfer Plut. Lucull. 8 her.
См. также в других словарях:
Αδράστεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο… … Dictionary of Greek
αποδιδράσκω — (AM ἀποδιδράσκω) (νεοελλ., άχρηστος ο ενεστ. κ. ο πρτ.) δραπετεύω αρχ. 1. φεύγω μακριά τρέχοντας, διαφεύγω 2. αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. λιποτακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + διδράσκω σπάνια χρησιμοποιείται ως απλό οι ρηματικοί του τύποι συνήθως… … Dictionary of Greek
εξαποδιδράσκω — ἐξαποδιδράσκω (Μ) [απο διδράσκω] δραπετεύω, φεύγω από κάπου … Dictionary of Greek
άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… … Dictionary of Greek
χολέδρα — ἡ, ΜΑ η υδρορρόη οροφής («τὰς χολέδρας καὶ τοὺς εἰσαγωγεῑς τῶν ἱερῶν κρηνῶν λεοντομόρφους κατεσκεύασαν οἱ ἀρχαῑοι τῶν ἱερῶν ἔργων ἐπιστάται», Ωραπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ερμηνεία τής λ. ως σύνθετης από τους τ. χολή και ἕδρα, στην οποία θα … Dictionary of Greek