-
1 ἀπο-δαίρω
ἀπο-δαίρω, = ἀποδέρω, durchgerben, prügeln, Ar. Vesp. 1286.
-
2 ἀποδαίρω
ἀπο-δαίρω, durchgerben, prügeln
См. также в других словарях:
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek