-
1 ἀπο-δάσμιος
ἀπο-δάσμιος, abgetheilt, abgesondert, Her. 1, 146; ϑήρης ἀποδάσμιος αἶσα Opp. H. 5, 444.
-
2 ἀποδάσμιος
ἀπο-δάσμιος, abgeteilt, abgesondert -
3 αποδασμιος
1 ἀπο-δάσμιος
ἀπο-δάσμιος, abgetheilt, abgesondert, Her. 1, 146; ϑήρης ἀποδάσμιος αἶσα Opp. H. 5, 444.
2 ἀποδάσμιος
3 αποδασμιος