-
1 ἀπο-γαληνιάομαι
ἀπο-γαληνιάομαι od. ἀπογαληνιόομαι, ruhig werden, vom Meere, Democrit. frg.
-
2 ἀπογαληνιάομαι
ἀπο-γαληνιάομαι od. ἀπογαληνιόομαι, ruhig werden (vom Meere) -
3 απογαληνιαομαι
1 ἀπο-γαληνιάομαι
ἀπο-γαληνιάομαι od. ἀπογαληνιόομαι, ruhig werden, vom Meere, Democrit. frg.
2 ἀπογαληνιάομαι
3 απογαληνιαομαι