Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀπο-γράφω

  • 1 записать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. записанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γράφω•

    записать доклад γράφω την εισήγηση•

    записать адрес γράφω τη διεύθυνση.

    2. εγγράφω (σε ταινία, δίσκο).
    3. εγγράφω σε κατάλογο, πρακτικό κ.τ.τ. записать сына в школу εγγράφω το γιο στο σχολείο•

    -ште это за мною γράψτε το στο λογαριασμό μου.

    || σημειώνω.
    4. γράφω στο όνομα, διαθέτω, κληροδοτώ•

    записать дом на жене γράφω το σπίτι στη γυναίκα.

    5. μουντζουρώνω•

    записать всю страницу каракулями γεμίζω όλη τη σελίδα με ορνιθοσκαλίσματα.

    6. αρχίζω να γράφω κλπ. ρ. βλ. писать.
    1. εγγράφομαι.
    2. παραγράφω, γράφω πολλή ώρα•

    -лся, шея болит παράγραψα, ο λαιμός μου πονά.

    || κουράζομαι από το πολύ γράψιμο• με τραβάει το γράψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > записать

  • 2 надписать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надписанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ.
    επιγράφω, γράφω επάνω•1 надписать посвя-щёние на книге επιγράφω αφιέρωση στο βιβλίο. || γράφω επιγραφή•

    надписать книгу γράφω επιγραφή στο βιβλίο.

    2. γράφω ανωτέρω, από πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > надписать

  • 3 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 4 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 5 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

  • 6 вынести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•

    вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.

    || γράφω, σημειώνω•

    вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.

    || υποβάλλω, φέρω•

    решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.

    2. μεταφέρω γρήγορα.
    3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•

    я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.

    4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.

    5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•

    душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.

    6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•

    вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•

    вынести резолюцию παίρνω απόφαση•

    вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•

    решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).

    εκφρ.
    вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•
    вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.
    βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > вынести

  • 7 наложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.
    2. καλύπτω, σκεπάζω.
    3. γεμίζω, πληρώ.
    4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•

    арест на имущество κατάσχω την περιουσία•

    -запрт απαγορεύω•

    наложить налог φορολογώ•

    наложить штраф προστιμάρω•

    наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•

    наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.

    || γράφω• θεωρώ•

    наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•

    наложить визу θεωρώ διαβατήριο,

    5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.
    εκφρ.
    наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•
    - печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•
    наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•
    наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•

    Большой русско-греческий словарь > наложить

  • 8 цена

    η τιμ/ή
    - ы действительны при условии получения кредита - ές ισχύουν με τον όρο παραχώρησης της πίστωσης
    - ы держатся на высоком уровне - ές βρίσκονται/κρατιούνται σε υψηλά επίπεδα
    - ы колеблются в пределах от.. до... - ές κυμαίνονται από... μέχρι..
    - ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)
    падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -
    пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ών
    - ы повысились (понизились) на 10% - ές αυξήθηκαν (έπεσαν) κατά 10%
    повышение цен αύξηση/άνοδος - ών
    предлагать - у προσφέρω/προτείνω την -
    предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -
    прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)
    прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)
    продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -
    сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - ές
    снижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - ές
    снижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσεις
    сохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)
    увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %
    указывать - у σημειώνω/γράφω την -
    уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -
    биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)
    бросовая торг. - κάτω του κόστους
    - брутто см. валовая -
    валовая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή -
    -
    -
    -
    -
    выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)
    -
    завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -
    заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη -
    -
    зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)
    - Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμού
    - С Α.F. (ξεν.)
    - локо - επιτόπιας πώλησης στην κατάσταση και τον τόπο όπου βρίσκεται (το εμπόρευμα)
    - нетто - καθαρή - νέττο (ξεν.)
    - по валютному курсу дня - επί τη βάσει της τρέχουσας ισοτιμίας συναλλάγματος
    - по кассовым сделкам - εμπορευμάτων, των οποίων η παράδοση έχει ήδη συντελεσθεί
    покупная - αγοράς, αγοραστική -
    приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -
    - СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)
    -
    - ФАС - ελεύθερη μέχρι της πλευράς του πλοίου разг. - FAS (ξεν.)
    - ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)
    - ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας
    - ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)
    - ФОТ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στα βαγόνια - F.O.T. (ξεν.)
    - франко-вагон см. - ФОР - франко вдоль борта FAS см. - ФАС - фрахта - του ναύλου

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена

  • 9 заносить

    заносить I
    несов
    1. (приносить) φέρνω κάπου, κουβαλὤ
    2. (болезнь) μεταφέρνω, φέρνω·
    3. (вносить, записывать) (κατά) γράφω, σημειώνω, καταχωρώ:
    \заносить в протокол (κατα)γράφω στά πρακτικά· \заносить на доску почета γράφω στον πίνακα τιμής·
    4. безл:
    дорогу часто заносит снегом ὁ δρόμος συχνά σκεπάζεται ἀπό χιόνι·
    5. (поднимать) σηκώνω:
    \заносить ру́ку σηκώνω τό χέρι· \заносить ногу в стремя βάζω τό πόδι στή σκάλα τής σέλλας.
    заносить II
    соз. см. занашивать.

    Русско-новогреческий словарь > заносить

  • 10 через

    через
    предлог с вин. п.
    1. (о пространстве, месте) διά, πάνω / διά μέσου (сквозь):
    мост \через реку ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τό ποτάμι· ремень \через плечо́ τό λουρί στον ῶμο· перейти \через дорогу περνώ τόν δρόμο· ступи́ть \через порог περνώ τό κατώφλι, μπαίνω· прыгнуть \через барьер πηδώ πάνω ἀπό τόν φράχτη· прыгнуть \через ручей πηδώ τό ρυάκι· ехать \через реку περνώ τό ποτάμι· пройти \через лес περνώ διά μέσον τοῦ δάσους· перейти́, переехать \через что́-л. διαβαίνω (или διασχίζω, διαπερ(ν)ῶ)· ехать в Ленинград \через Москву́ μεταβαίνω στό Λένινγκραντ μέσω Μόσχας· ехать \через весь город διασχίζω ὅλη τήν πόλη· влезть \через окно μπαίνω ἀπ' τό παράθυρο· пройти \через испытания περνώ δοκιμασίες·
    2. (при посредстве) διά μέσου, μέσον, μέ τήν βοήθεια:
    оповестить \через газету γνωστοποιώ μέσον τής ἐφημερίδας· разговаривать \через переводчика μιλώ μέ τήν βοήθεια διερμηνέα· смотреть \через очки βλέπω μέ τά ματογυάλια·
    3. (о расстоянии) μετά:
    \через два километра начинается деревня μετά δύο χιλιόμετρα ἀρχίζει τό χωριό· она живет \через три до́ма от нас αὐτη κατοικεί τρία σπίτια πιό μακρυά ἀπό μᾶς· писать \через три строки γράφω ἀνά τρία διαστήματα·
    4. (о времени) ὑστερα ἀπό, μετά:
    приду́ \через час θά ἔλθω μετά ἀπό μιαν ὠρα· \через два дня ὕστερα ἀπό δυό μέρες, μετά δυό μέρες· \через некоторое время μετά ἀπό λίγον καιρό· регулярно \через день μέρα παρά μέρα· ◊ \через голову кого-л. разг χωρίς νά ρωτήσω κάποιον \через пень колоду разг κουτσά στραβά.

    Русско-новогреческий словарь > через

  • 11 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 12 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 13 память

    θ.
    1. μνήμη, μνημονικό, θυμητικό•

    слабая память αδύνατη μνήμη•

    это никогда не выйдет из моей -и αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ•

    зрительная память οπτική μνήμη•

    тврдая γερή μνήμη•

    лишиться -и στερούμαι μνήμης, έχασα το θυμητικό•

    мне пришло на память μου ήρθε στη μνήμη•

    удержать в-и κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη•

    если память не изменяет αν δε με απατά η μνήμη•

    написать на память γράφω από μνήμης•

    выучить на память απομνημονεύω•

    приводить что-л. кому на память φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμίζω)•

    приводить себе на память ξαναφέρω στη μνήμη μου.

    2. ανάμνηση•

    чтить память τιμώ τη μνήμη•

    оставить добрую память αφήνω καλή ανάμνηση•

    в память кого-л., чего-л. στη μνήμη του...

    3. (εκκλσ.) μνημόσυνο.
    εκφρ.
    вечная память – αιώνια η μνήμη•
    блаженной (светлой, незабвенной) -иπαλ. θεός σχωρέσ τον, αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή του•
    печальной – με θλιβερή τη μνήμη•
    недоброй -и – με κακή τη μνήμη•
    без -и – α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλλας•
    он полюбил е без -и – αυτός την αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος•
    на память – από μνήμης, όπως το θυμούμαι•
    на память (дать, подарить, взять, получить) – για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)•
    на память ή по -и (говорить, рассказывать, знать) – από μνήμης, απ έξω, αποστήθιση (μιλώ, διηγούμαι, γνωρίζω)•
    по старой -и – από παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος•
    прийти на память – μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > память

  • 14 кровь

    -и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ.θ.
    1. αίμα•

    венозная кровь φλεβικό αίμα•

    артериальная кровь αρτηριακό αίμα•

    переливание -и μετάγγιση αίματος•

    заражение -и μόλυνση του αίματος.

    || πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.
    2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.
    3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•

    гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.

    4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.
    5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•

    горячая кровь θερμόαιμος•

    холодная кровь ψύχραιμος.

    εκφρ.
    в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•
    узы -и – δεσμοί αίματος•
    кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•
    кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•
    кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•
    кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•
    кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•
    бросить (отворить, кидать) кровьπαλ. κάνω αφαίμαξη•
    лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•
    пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•
    портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•
    писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•
    смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•
    сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•
    кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•
    хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•
    изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.

    Большой русско-греческий словарь > кровь

  • 15 ум

    α.
    νους, μυαλό, διάνοια•

    острый ум η οξύνοια•

    тонкий ум λεπτό πνεύμα•

    светлый ум φωτεινό μυαλό•

    склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•

    человек большого -а μεγάλος νους•

    проницательный ум διεισδυτικός νους•

    обширный ум ευρύς νους•

    лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.

    εκφρ.
    без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•
    α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•
    β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•
    три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•
    ум за разум зашл – παραλόγιασε•
    - а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•
    - у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•
    лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•
    лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•
    помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•
    взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•
    прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•
    ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•
    свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•
    сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•
    в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•
    и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•
    на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•
    он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•
    не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•
    от большого -а ή с большого -а (сделать)ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ум

  • 16 себя

    себя
    (себе, собой, собою) мест, воэвр. ἐαυτόν, ἐαυτήν:
    брать на \себя что́-л. ἀναλαμβάνω κάτι· познай самого́ \себя γνώθι σαυτόν написать от \себя γράφω ἐκ μέρους μου· поставить себе цель βάζω σκοπό μου· пригласить к себе προσκαλώ σπίτι μου· они́ недовольны собой δέν εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπ' τόν ἐαυτό τους· он много рассказывал о себе διηγούνταν πολλά γιά τόν ἐαυτό του· ◊ вне \себя ἔξω φρενών приходить в \себя συνέρχομαι· владеть собой συγκρατιέμαι, συγκρατώ τόν ἐαυτό μου· мне не по себе разг δέν ἔχω διάθεση, δέν αίσθάνομαι καλά· за собой (позади) (ἀπό) πίσω μου· сам по себе αδτός καθ' ἐαυτός· προ \себя а) ἀπό μέσα Ι-οο, κατ· ἰδίαν (читать), б) μέ τό ἐαυτό μου, μόνος μου (торить)· быть себе на Уме́ разг εἶναι ιτονηρός, εἶναι τετραπέρατος· хорош собой ἔχει ὅμορφο πα-ροοσιαστικό· само собою разумеется εἶναι αὐτονόητα

    Русско-новогреческий словарь > себя

  • 17 выписать

    пишу, -пишешь, ρ.σ.μ.
    1. αντιγράφω (περικοπές, αποσπάσματα), ξεσηκώνω.
    2. καθαρογράφω. || σχεδιάζω, παρασταίνω με επιμέλεια.
    3. γράφω, δίνω έγγραφο•

    выписать квитанцию δίνω απόδειξη•

    выписать счет δίνω γραπτό λογαρισμό.

    4. γράφομαι, εγγράφομαι συνδρομητής•

    выписать газету, журнал γράφομαι συνδρομητής στην εφημερίδα, στο περιοδικό.

    5. δίνω εξιτήριο•

    выписать из госпиталя δίνω εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.

    1. παίρνω εξιτήριο•

    он -лся из госпиталя πήρε εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.

    2. παλ. χάνω τη συγγραφική λογοτεχνική ικανότητα.

    Большой русско-греческий словарь > выписать

  • 18 выцарапать

    ρ.σ.μ.
    1. γρατσουνίζω, ξεγδέρνω.
    2. μτφ. αποσπώ με δυσκολία•

    он -ал у кассира аванс με δυσκολία αυτός μπόρεσε να’ πάρει προκαταβολή από τον ταμία.

    3. γράφω κάτι σε σκληρό αντικείμενο, σκαλίζω.
    γρατσουνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    δυσκολεύομαι πολύ (τρομάζω) να βγω από δύσκολη κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > выцарапать

  • 19 наиграть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-йгранный, βρ: -гран, -а, -о.
    1. παίζω σε μουσικό όργανο πολύ χρόνο.
    2. κερδίζω, βγάζω από τυχερά παιγνίδια ή από μουσικό όργανο.
    3. σιγοπαίζω σε μουσικό όργανο.
    4. γράφω σε μαγνητοταινία ή σε δίσκο.
    παραπαίζω.

    Большой русско-греческий словарь > наиграть

  • 20 на

    на I
    предлог Α. с вин. и предл. п.
    1. (при обозначении места, на поверхности \на на вопросы куда?, где?) (ἐ)πάνω σέ, σέ, ἐπί:
    на столе πάνω στό τραπέζι· на стол στό τραπέζι· писать на бумаге γράφω σέ χαρτί· лежать на кровати εἶμαι ξαπλωμένος στό κρεββάτι· лечь нз диван ξαπλώνω στό ντιβάνι· рисунок на ковре σχέδιο στό χαλί·
    2. (при обозначении направления или местонахождения \на на вопросы куда?, где?) σέ:
    ехать на Кавказ πηγαίνω στόν Καύκασο· отдыхать на Волге ἀναπαύομαι στό Βόλγα· смотреть на небо κοιτάζω τόν οὐρανό· подниматься на трибуну ἀνεβαίνω στό βήμα· идти на работу πηγαίνω στή δουλειά· быть на совещании εἶμαι στή συνεδρίαση· В. с вин. п.
    1. (при обозначении срока, промежутка времени) γιά:
    на несколько дней γιά μερικές μέρες· на час γιά μιά ῶρα· нанимать на месяц νοικιάζω γιά ἕνα μήνα· уехать на зиму (на лето) φεύγω γιά ὀλο τό χειμῶνα (γιά ὀλο τό καλοκαίρι)· лекция перенесена на вторник ἡ διάλεξη ἀναβλήθηκε γιά τήν Τρίτη· отложить на конец мая ἀναβάλλω γιά τό τέλος τοῦ Μάη· на будущей неделе τήν ἄλλη ἐβδομάδα·
    2. (при обозначении меры, количества) σέ, γιά:
    купить на триста рублей ἀγοράζω γιά τριακόσια ρούβλια· на два рубля меньше (κατά) δυό ρούβλια λιγωτερο· разделить на пять частей διαιρώ σέ πέντε μέρη· делить на три мат διαιρώ διά τοῦ τρία· обед на четыре человека γεῦμα γιά τέσσερα ἄτομα· комната на двоих δωμάτιο γιά δύο ἄτομα· опаздывать на два часа ἄργώ δυό ὠρες· на сто кяломет-ров (σέ) ἐκατό χιλιόμετρα·
    3. (при обозначении цели, назначения) γιά, διά, σέ:
    деньги на ремонт χρήματα γιά τήν ἐπισκευή· на всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο· С. с предл. п.
    1. (при обозначении орудия или средства действия, при обозначении предмета, являющегося опорой, основанием, внутренней частью чего-л.) μέ:
    ехать на поезде ταξιδεύω μέ τό τραίνο· играть на гитаре παίζω κιθάρα· готовить на масле μαγειρεύω μέ βούτυρο· суп на мясном бульоне σούπα μέ ζωμό κρέατος· пальто на меху παλτό μέ γούνα· коляска на рессорах ἀμαξάκι μέ σοϋστες· развести́ на молоке διαλύω μέσα σέ γάλα·
    2. (во время чего-л., в течение) σέ, κατά:
    на каникулах στίς διακοπές· ◊ на голодный желудок μέ ἄδειο στομάχι· верить на слово δίνω πίστη στά λόγια κάποιου· на лету́ στον ἀέρα· схватывать на лету́ перен πιάνω πουλιά στον ἀέρα· читать на память ἀπαγγέλλω ἀπό μνήμης· на весь мир σ'ὅλο τόν κόσμο· сидеть на веслах κάθομαι στά κουπιά· перевести́ на греческий язык μεταφράζω στά ἐλληνικά· право на отдых δικαίωμα ἀνάπαυσης· беседа на тему συζήτηση πάνω στό θέμα· на наших глазах μπροστά στά μάτια μας· подать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω καταγγελίαν ἐναντίον κάποιου· идти на смерть ἀντιμετωπίζω τό θάνατο· идти на врага ἐπιτίθεμαι κατά τοῦ ἐχθροῦ· влиять на кого-л. ἐπιδρώ πάνω σέ κάποιον быть на стороне кого-л. εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· дыра на дыре χιλιοτρυπημένο.
    на II
    частица разг (возьми) νά, πόρτο:
    на тебе книгу νά πάρε τό βιβλίο· ◊ вот тебе (и) на! αὐτό μᾶς Ελειπε!

    Русско-новогреческий словарь > на

См. также в других словарях:

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»