-
1 ἀπο-θησαυρίζω
ἀπο-θησαυρίζω, aufbewahren, Luc. Alex. 23 εἰς πλοῦτον, aufspeichern; τοῦ πολλοὺς τῶν καρπῶν ἀποϑησαυρίζεσϑαι D. Sic. 5, 75; ἀποϑησαυρισϑείη Ael. N. A. 14, 18.
См. также в других словарях:
ἀποθησαυρισθείη — ἀποθησαυρίζω store aor opt pass 3rd sg ἀποθησαυρίζω store aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)