-
1 αποψυχρούμενα
-
2 ἀποψυχρούμενα
См. также в других словарях:
ἀποψυχρούμενα — ἀπό ψυχρόομαι to be chilly pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποψυχρούμενα
2 ἀποψυχρούμενα
ἀποψυχρούμενα — ἀπό ψυχρόομαι to be chilly pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)