-
1 ἀποψήχω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποψήχω
-
2 ἀποψώχω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποψώχω
См. также в других словарях:
αποψήχω — ἀποψήχω (Α) 1. τρίβω με την παλάμη μου 2. σφουγγίζω, καθαρίζω … Dictionary of Greek
προσαποψήχω — Α πιθ. καθαρίζω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποψήχω «καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό, ψύχω εντελώς»] … Dictionary of Greek
υπαποψήχω — Α αποξέω βαθμιαία, ξύνω σιγά σιγά («ὑπαποψήχουσα [ἡ χελιδὼν] τῷ ράμφει [τὸν πηλὸν] τὴν... οἰκοδομίαν χειρουργεῑ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀποψήχω «ξύνω, τρίβω»] … Dictionary of Greek