-
1 αποχή
ἀποχάζομαιwithdraw from: fut ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀποχέωpour out: pres subj mp 2nd sgἀποχέωpour out: pres ind mp 2nd sgἀποχέωpour out: pres subj act 3rd sgἀποχήdistance: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀποχῇ
ἀποχάζομαιwithdraw from: fut ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀποχέωpour out: pres subj mp 2nd sgἀποχέωpour out: pres ind mp 2nd sgἀποχέωpour out: pres subj act 3rd sgἀποχήdistance: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 αποχή
-
4 ἀποχή
-
5 ἀποχή
A distance, Phld.Rh.1.168S., Ptol.Geog.1.11.2, al.II abstinence, Phld.Ind.Sto.67, cf. Piet.36, Arr.Epict.2.15.5;ἀ. τροφῆς Plu.Demetr.38
;ἐμψύχων Porph.Abst.
tit. -
6 αποχή
forbearanceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποχή
-
7 αποχής
ἀποχέωpour out: pres ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀποχέωpour out: pres ind act 2nd sg (doric)ἀποχήdistance: fem gen sg (attic epic ionic) -
8 ἀποχῆς
ἀποχέωpour out: pres ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀποχέωpour out: pres ind act 2nd sg (doric)ἀποχήdistance: fem gen sg (attic epic ionic) -
9 αποχαίς
-
10 ἀποχαῖς
-
11 αποχαί
-
12 ἀποχαί
-
13 αποχών
ἀποχέωpour out: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀποχήdistance: fem gen plἀποχώννυμιbank up: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἀποχώννυμιbank up: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἀποχώννυμιbank up: pres part act masc nom sgἀποχώννυμιbank up: pres inf act (doric) -
14 ἀποχῶν
ἀποχέωpour out: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀποχήdistance: fem gen plἀποχώννυμιbank up: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἀποχώννυμιbank up: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἀποχώννυμιbank up: pres part act masc nom sgἀποχώννυμιbank up: pres inf act (doric) -
15 αποχάς
-
16 ἀποχάς
-
17 αποχέων
ἀποχέωpour out: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)ἀποχέωpour out: pres part act masc nom sgἀποχήdistance: fem gen pl (epic ionic) -
18 ἀποχέων
ἀποχέωpour out: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)ἀποχέωpour out: pres part act masc nom sgἀποχήdistance: fem gen pl (epic ionic) -
19 αποχήν
-
20 ἀποχήν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀποχή — distance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποχή — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α … Dictionary of Greek
απόχη — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α … Dictionary of Greek
αποχή — η το να μένει κανείς μακριά από κάτι, εγκράτεια: Η αποχή από τις εκλογές ήταν μικρότερη από κάθε άλλη φορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόχη — η φορητό δίχτυ για κυνήγι ή ψάρεμα σαν σάκος που στηρίζεται σ ένα στεφάνι (ξύλινο ή σιδερένιο) και κρατιέται από μια μακριά ξύλινη λαβή: Σε ορισμένα μέρη κυνηγούν ακόμη πουλιά με την απόχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποχῇ — ἀποχάζομαι withdraw from fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποχέω pour out pres subj mp 2nd sg ἀποχέω pour out pres ind mp 2nd sg ἀποχέω pour out pres subj act 3rd sg ἀποχή distance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχαῖς — ἀποχή distance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχαί — ἀποχή distance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχήν — ἀποχή distance fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
εγκράτεια — Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε.… … Dictionary of Greek