-
1 ἀποφαλακρόομαι
A become bald, Phryn.PSp.26B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποφαλακρόομαι
-
2 αποφαλακρούσθαι
-
3 ἀποφαλακροῦσθαι
См. также в других словарях:
ἀποφαλακροῦσθαι — ἀποφαλακρόομαι become bald pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)