-
1 ἀπο-φθινύθω
ἀπο-φθινύθω, umkommen, Iliad. 5, 643 ἀποφϑινύϑουσι λαοί; 16, 540 οἳ ϑυμὸν ἀποφϑινύϑουσι, accus. Graec., oder ἀποφϑ. transitiv, verzehren; Eur. frgm.; sp. D.
См. также в других словарях:
συναίρω — και ποιητ. τ. συναείρω Α 1. σηκώνω μαζί με κάποιον 2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.) 3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες… … Dictionary of Greek