Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀποφράσσει

  • 1 αποφράσσει

    ἀποφράγνυμι
    fence off: pres ind mp 2nd sg
    ἀποφράγνυμι
    fence off: pres ind act 3rd sg
    ἀποφράσσω
    block up: pres ind mp 2nd sg
    ἀποφράσσω
    block up: pres ind act 3rd sg
    ἀποφράζω
    explain: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀποφράζω
    explain: fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)
    ἀποφράζω
    explain: fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αποφράσσει

  • 2 ἀποφράσσει

    ἀποφράγνυμι
    fence off: pres ind mp 2nd sg
    ἀποφράγνυμι
    fence off: pres ind act 3rd sg
    ἀποφράσσω
    block up: pres ind mp 2nd sg
    ἀποφράσσω
    block up: pres ind act 3rd sg
    ἀποφράζω
    explain: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀποφράζω
    explain: fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)
    ἀποφράζω
    explain: fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀποφράσσει

См. также в других словарях:

  • ἀποφράσσει — ἀποφράγνυμι fence off pres ind mp 2nd sg ἀποφράγνυμι fence off pres ind act 3rd sg ἀποφράσσω block up pres ind mp 2nd sg ἀποφράσσω block up pres ind act 3rd sg ἀποφράζω explain aor subj act 3rd sg (epic) ἀποφράζω explain fut ind mid 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance …   Wikipedia

  • ατμοφράκτης — ο βαλβίδα που παρεμβάλλεται στις διοχετεύσεις ατμού από τον ατμολέβητα προς τις διάφορες θέσεις μιας εγκατάστασης και αποφράσσει ή αφήνει ελεύθερη τη δίοδό του …   Dictionary of Greek

  • βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντίαση — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία παρατηρείται χρόνιο οίδημα και σημαντική υπερτροφία του δέρματος, με διόγκωση και παραμόρφωση των περιοχών που έχουν προσβληθεί, συνήθως των κάτω άκρων και της περιοχής των γεννητικών οργάνων· οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

  • υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος …   Dictionary of Greek

  • ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»