-
1 αποτίω
ἀπό-τίωpres subj act 1st sg (attic epic)ἀπό-τίωpres ind act 1st sg (attic epic)ἀποτί̱ω, ἀπό-τίωpres subj act 1st sg (epic ionic)ἀποτί̱ω, ἀπό-τίωpres ind act 1st sg (epic ionic) -
2 ἀποτίω
ἀπό-τίωpres subj act 1st sg (attic epic)ἀπό-τίωpres ind act 1st sg (attic epic)ἀποτί̱ω, ἀπό-τίωpres subj act 1st sg (epic ionic)ἀποτί̱ω, ἀπό-τίωpres ind act 1st sg (epic ionic) -
3 αποτίω
μετ.1) оплачивать, уплачивать; 2) выражать (почтение), воздавать (почести), оказывать (почёт и т. п.);αποτίω φο — ёρον τιμής και ευγνωμοσύνης — отдавать дань уважения и признательности;
3) отбывать, переносить (наказание) -
4 αποτίω
(manevi borç) ödemek -
5 ανταποτιω
-
6 платить
платитьнесов1. πληρώνω, ἐξοφλώ, ἀποτίω:\платить наличными πληρώνω τοίζ μετρητοίς· \платить по счету πληρώνω τόν λογαριασμό· \платить в рассрочку πληρώνω μέ δόσεις· \платить нату́рой πληρώνω σέ είδος·2. пере ἡ. πληρώνω, ἀνταποδίδω:\платить взаимностью ἀνταποδίδω τά αὐτά· \платить кому-л. той же монетой πληρώνω μέ τό ίδιο νόμισμα \платитьси (за что-л.) πληρώνομαι, ἀνταμείβομαι, πληρώνω τά σπασμένα. -
7 αποτίνω
(αόρ. απέτισα) см. αποτίω -
8 дань
-и θ.1. παλ. δόσιμο είδος φόρου).2. μτφ. χρέος, ηθική υποχρέωση•принести -уважения εκδηλώνω το σεβασμό•
дань уважения ενδειξη σεβασμού.
εκφρ.отдать ή заплатить – κ.τ.τ. дань α) δίνω (αποτίω) φόρο τιμής, β) κάνω υποχρεωτική υποχώρηση.
См. также в других словарях:
αποτίω — αποτίω, απέτισα βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: αποτίω, αποτίομαι : ο αρχαίος τύπος ήταν αποτίνω (σπάνια αποτίω), στη νεοελληνική όμως επικράτησε το αποτίω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποτίω — βλ. αποτίνω … Dictionary of Greek
ἀποτίω — ἀπό τίω pres subj act 1st sg (attic epic) ἀπό τίω pres ind act 1st sg (attic epic) ἀποτί̱ω , ἀπό τίω pres subj act 1st sg (epic ionic) ἀποτί̱ω , ἀπό τίω pres ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτίομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: αποτίω, αποτίομαι : ο αρχαίος τύπος ήταν αποτίνω (σπάνια αποτίω), στη νεοελληνική όμως επικράτησε το αποτίω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναπότιστος — ἀναπότιστος, ον και ἀναπότιτος (Μ) [ἀποτίω] αυτός που δεν πληρώνεται … Dictionary of Greek
αποτείνω — αποτείνω, απέτεινα βλ. πίν. 172 Σημειώσεις: αποτείνω : χρησιμοποιείται κυρίως στην έκφραση αποτείνω το λόγο (→ απευθύνω το λόγο). Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αποτίω (→ αποδίδω, π.χ. φόρο τιμής) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ՊԱՀԱՆՋԵՄ — (եցի.) NBH 2 0587 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ն. (որպէս թէ զ՝ի պահեստ եդեալն կամ զաւանդն եւ զփոխն յետս նահանջել.) ἁπαιτέω repeto, requiro, exigo ἑξετάζω exquiro τίω, ἁποτίω vindico, ulciscor λαμβάνω capio Բռնադատել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՏՈՒԺԵՄ — (եցի.) NBH 2 0890 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 13c ն. ζημιόω, ομαι mulcto, punio, or ἁποτίω, ἑκτίω , ἁποτινύω, δίδωμι solvo, exsolvo, repenso, rependo, do. Տուգանել. տոյժս՝ վրէժս պահանջել. վնասել. պատժել. զրկել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αποτίνω — και αποτίω ισα, πληρώνω οφειλή, εκπληρώνω χρέος: Με την τελετή εκείνη ήθελαν να αποτίσουν φόρο τιμής σ εκείνους που θυσιάστηκαν για την ελευθερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)