-
1 αποτυχία
ἀποτυχίᾱ, ἀποτυχίαfailure: fem nom /voc /acc dualἀποτυχίᾱ, ἀποτυχίαfailure: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀποτυχίᾱͅ, ἀποτυχίαfailure: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αποτυχια
-
3 ἀποτυχία
Βλ. λ. αποτυχία -
4 ἀποτυχίᾳ
Βλ. λ. αποτυχία -
5 αποτυχία
η неудача, провал, срыв -
6 ἀποτυχία
A failure, Democr.243, Din.1.29 (as v.l.), Plb.5.98.5, Phld.Rh.1.73 S., J.AJ16.9.1, etc.: c. gen., failure to obtain, στεφάνου, ὕδατος, Artem.5.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτυχία
-
7 ἀποτυχία
ἀπο-τυχία, das Verfehlen, Misslingen, Unglück -
8 αποτυχία
başarısızlık -
9 αποτυχία
1) avortement2) échec3) panne4) avortement -
10 αποτυχία
1) awaria (f) rzecz.2) niepowodzenie (n) rzecz. -
11 αποτυχία
1) neúspěch2) nezdar3) porucha4) poškození5) prohra -
12 αποτυχία
failureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποτυχία
-
13 échec
αποτυχία -
14 failure
αποτυχία -
15 αποτυχίας
ἀποτυχίᾱς, ἀποτυχίαfailure: fem acc plἀποτυχίᾱς, ἀποτυχίαfailure: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ἀποτυχίας
ἀποτυχίᾱς, ἀποτυχίαfailure: fem acc plἀποτυχίᾱς, ἀποτυχίαfailure: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 неудача
неудача ж η αποτυχία, η ατυχία· потерпеть \неудачау αποτυ' χαίνω* * *жη αποτυχία, η ατυχίαпотерпе́ть неуда́чу — αποτυχαίνω
-
18 провал
провал м (неудача) η αποτυχία' потерпеть \провал αποτυχαίνω* * *м( несдача) η αποτυχίαпотерпе́ть прова́л — αποτυχαίνω
-
19 крах
крахм1. (банкротство) τό φαλλιμέ-ντο, ἡ χρεωκοπία, τό κράχ:потерпеть \крах а) χρεωκοπώ, φαλλίρω, б) перен παθαίνω πλήρη ἀποτυχία, χρεωκοπώ·2. перен ἡ πλήρης ἀποτυχία, τό φιάσκο. -
20 αποτυχίαι
См. также в других словарях:
ἀποτυχία — ἀποτυχίᾱ , ἀποτυχία failure fem nom/voc/acc dual ἀποτυχίᾱ , ἀποτυχία failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίᾳ — ἀποτυχίᾱͅ , ἀποτυχία failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτυχία — η (AM ἀποτυχία) [αποτυχής] ανεπιτυχής έκβαση προσπάθειας αρχ. μσν. κακή ή δυσμενής τύχη, ατυχία … Dictionary of Greek
αποτυχία — η το να μη γίνει κάτι σύμφωνα με τις προσδοκίες μας: Η αποτυχία του αυτή τον είχε τσακίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτυχίας — ἀποτυχίᾱς , ἀποτυχία failure fem acc pl ἀποτυχίᾱς , ἀποτυχία failure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίαι — ἀποτυχίᾱͅ , ἀποτυχία failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίαν — ἀποτυχίᾱν , ἀποτυχία failure fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίαις — ἀποτυχία failure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίη — ἀποτυχία failure fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίην — ἀποτυχία failure fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίῃ — ἀποτυχία failure fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)