-
1 ἀποτρύχω
ἀποτρύχω [ῡ], = sq.,Aτινὰ πόνοις Ph.2.231
:—[voice] Pass., ib. 288, Plu. Ant.24; of land, Ph.2.371. (The form [suff] ἀποτρῠγ-χόομαι is dub. in Plu. Ant.38.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτρύχω
-
2 αποτρυχομένην
-
3 ἀποτρυχομένην
-
4 αποτρυχομένου
-
5 ἀποτρυχομένου
-
6 αποτρύχειν
-
7 ἀποτρύχειν
-
8 αποτρύχεσθαι
-
9 ἀποτρύχεσθαι
-
10 αποτρύχοιντο
-
11 ἀποτρύχοιντο
См. также в других словарях:
ἀποτρυχομένην — ἀποτρῡχομένην , ἀποτρύχω pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρυχομένου — ἀποτρῡχομένου , ἀποτρύχω pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρύχειν — ἀποτρύ̱χειν , ἀποτρύχω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρύχεσθαι — ἀποτρύ̱χεσθαι , ἀποτρύχω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρύχοιντο — ἀποτρύ̱χοιντο , ἀποτρύχω pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)