-
1 αποτομη
ἥ1) отрезание, отрубание(χειρῶν Xen.)
2) отрезок, часть Plat., Arst.3) расщепление, разветвление(τῶν φλεβίων Arst.)
4) перекресток, распутье Polyb. -
2 Αποτομή
Αποτομή ηПраздник Усечения Главы Иоанна Предтечи, празднуемый Церковью 29 Августа / 11 СентябряЭтим.дргр. «отрезание» -
3 απότομος
η, ο [ος, ον ]1) крутой, обрывистый;απότομη ακτή — обрывистый берег;
2) резкий; внезапный;απότομες κινήσεις — резкие движения;
απότομη στάση — а) внезапная, неожиданная остановка; — б) резкое торможение;
απότομη μεταβολή τού καιρού — резкая перемена погоды;
3) перен. резкий, грубый; оскорбительный;απότομος άνθρωπος — грубый человек
-
4 επίθεση
[-ις (-εως)] η1) нападение (тж. спорт.); агрессия; наступление; атака; η συνθήκη μη επιθέσεως договор о ненападении;ένοπλη επίθεση — вооружённое нападение;
παράσπονδη ( — или ύπουλη) επίθεση — вероломное нападение;
σφοδρά επίθεση — яростное наступление; — ожесточённая атака;
πλευρική επίθεση — фланговая атака;
επίθεση αρμάτων μάχης ( — или με τάνκς) — танковая атака;
περνάω σ' επίθεση — переходить в наступление;
κάνω επίθεση — совершать нападение, идти в атаку;
αποκρούω επίθεση — отразить нападение, атаку;
ενεργώ επίθεση — вести наступление;
υφίσταμαι πολλάς επιθέσεις перен. подвергаться атакам со всех сторон или неоднократно;2) накладывание, наложение, прикладывание;επίθεση καταπλάσματος — прикладывание припарок;
επίθεση σφραγίδος — приложение печати;
3) перен. враждебное действие, выпад; наступление;πλ. нападки;απότομη επίθεση — резкий выпад
-
5 στροφή
η1) оборот;μιά πλήρη στροφή γύρω από τη γη — полный оборот вокруг земли;
2) вращение, поворачивание; кружение;3) поворот;απότομη στροφή — крутой поворот;
παίρνω τη στροφή — делать поворот;
κάνω στροφή — резко менять направление; — менять курс;
στροφή προς τα δεξιά — поворот направо;
στη στροφή τού δρόμου — на повороте дороги;
ο δρόμος αυτός είναι όλο στροφές — на этой дороге одни повороты;
4) строфа; куплет; припев
См. также в других словарях:
ἀποτομή — cutting off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτομή — η (AM ἀποτομή) [αποτέμνω] 1. αποκοπή, απότμηση («ἀποτομή τῆς κεφαλῆς τοῡ Προδρόμου») αρχ. 1. τεμάχιο, τμήμα 2. διακλάδωση (νεύρων) 3. (για δρόμους) διασταύρωση 4. διακοπή (περιόδου του λόγου) … Dictionary of Greek
ἀποτομῇ — ἀποτομῆι , ἀποτομεύς masc dat sg (epic ionic) ἀποτομή cutting off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλαγή ή μετάλλαξη — Απότομη κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αλλαγές στον φαινότυπο ενός οργανισμού. Η μ. μπορεί να είναι τριών τύπων: γονιδιωματική ή μ. πλοειδίας, χρωμοσωμική και γονιδιακή ή σημειακή. Η πρώτη συνίσταται… … Dictionary of Greek
Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
ἀποτομαῖς — ἀποτομή cutting off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομαί — ἀποτομή cutting off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομᾷ — ἀποτομή cutting off fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομήν — ἀποτομή cutting off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομῶν — ἀποτομή cutting off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… … Dictionary of Greek