Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀποτείνει

См. также в других словарях:

  • ἀποτείνει — ἀποτείνω stretch out aor subj act 3rd sg (epic) ἀποτείνω stretch out pres ind mp 2nd sg ἀποτείνω stretch out pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

  • αποτείνω — ότεινα, οτάθηκα 1. απευθύνω: Ο δικηγόρος ζήτησε να αποτείνει μερικές ερωτήσεις στο μάρτυρα. 2. το μέσ., αποτείνομαι απευθύνομαι, παρακαλώ: Αποτάθηκε σε πολλούς, αλλά κανένας δεν τον βοήθησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»