-
1 αποτείνει
ἀποτείνωstretch out: aor subj act 3rd sg (epic)ἀποτείνωstretch out: pres ind mp 2nd sgἀποτείνωstretch out: pres ind act 3rd sg -
2 ἀποτείνει
ἀποτείνωstretch out: aor subj act 3rd sg (epic)ἀποτείνωstretch out: pres ind mp 2nd sgἀποτείνωstretch out: pres ind act 3rd sg -
3 ἀπο-τείνω
ἀπο-τείνω (s. τείνω), 1) ausspannen, ausdehnen, μακρὸν λόγον, eine ununterbrochene, lange Rede halten, Plat. Prot. 336 c Rep. X, 605 c; οἱ δὲ ἔτι τούτων μακροτέρους ἀποτείνουσι μισϑοὺς παρὰ ϑεῶν, sie dehnen sie weiter aus, ib. II, 363 d; δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων εἰς πλάγιον ἀποτεταμένα Xen. An. 1, 8, 10; φϑόγγον Plut. Sull. 7; ῥῆσιν μακρὰν ἀποτείνειν Luc. Prom. 6; vgl. Plat. Rep. X, 605 d; absolut, πόῤῥω ἀποτενοῦμεν, wir werden zu weit gehen, Plat. Gorg. 458 c; τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ καὶ ἀποτείνει, hält an im Tönen, Prot. 329 a; μαχὀμενοι, fortfahren zu kämpfen, Plut. de ad. et amic. discr. 25. – 2) παραδείγματα ἀκριβῶς ἀποτεταμένα ταῖς γραμμαῖς Luc. Rhet. praec. 9, scharf abgegränzt, mit bestimmten (angespannten) Umrissen; – πρός τινα, auf Einen sticheln, Luc. Nigr. 13, wie τινά D. S. 5, 17. – Med., sich anstrengen, bes. angestrengt disputiren, ὑπέρ τινος D. S. 5, 17.
См. также в других словарях:
ἀποτείνει — ἀποτείνω stretch out aor subj act 3rd sg (epic) ἀποτείνω stretch out pres ind mp 2nd sg ἀποτείνω stretch out pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek
αποτείνω — ότεινα, οτάθηκα 1. απευθύνω: Ο δικηγόρος ζήτησε να αποτείνει μερικές ερωτήσεις στο μάρτυρα. 2. το μέσ., αποτείνομαι απευθύνομαι, παρακαλώ: Αποτάθηκε σε πολλούς, αλλά κανένας δεν τον βοήθησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)