-
1 αποτειστέον
-
2 ἀποτειστέον
-
3 ἀποτιστέον
ἀποτιστέον (better ἀποτειστέον),Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτιστέον
См. также в других словарях:
ἀποτειστέον — ἀποτειστέος masc/fem acc sg ἀποτειστέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)