-
1 αποσχολαζω
-
2 ἀποσχολάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσχολάζω
-
3 αποσχολάζω
αμετ. отдыхать (от работы) -
4 ἀποσχολάζω
ἀπο-σχολάζω, (1) sich an etwas von Geschäften erholen. (2) Muße zu etwas haben, sich einer Sache widmen, vacare; παρά τινι, bei einem in die Schule gehen -
5 αποσχολάσας
ἀποσχολά̱σᾱς, ἀποσχολάζωrest: fut part act fem acc pl (doric)ἀποσχολά̱σᾱς, ἀποσχολάζωrest: fut part act fem gen sg (doric)ἀποσχολάσᾱς, ἀποσχολάζωrest: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 ἀποσχολάσας
ἀποσχολά̱σᾱς, ἀποσχολάζωrest: fut part act fem acc pl (doric)ἀποσχολά̱σᾱς, ἀποσχολάζωrest: fut part act fem gen sg (doric)ἀποσχολάσᾱς, ἀποσχολάζωrest: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 αποσχολάζοντα
ἀποσχολάζωrest: pres part act neut nom /voc /acc plἀποσχολάζωrest: pres part act masc acc sg -
8 ἀποσχολάζοντα
ἀποσχολάζωrest: pres part act neut nom /voc /acc plἀποσχολάζωrest: pres part act masc acc sg -
9 αποσχολάζοντι
ἀποσχολάζωrest: pres part act masc /neut dat sgἀποσχολάζωrest: pres ind act 3rd pl (doric aeolic) -
10 ἀποσχολάζοντι
ἀποσχολάζωrest: pres part act masc /neut dat sgἀποσχολάζωrest: pres ind act 3rd pl (doric aeolic) -
11 αποσχολάζουσιν
ἀποσχολάζωrest: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀποσχολάζωrest: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) -
12 ἀποσχολάζουσιν
ἀποσχολάζωrest: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀποσχολάζωrest: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) -
13 αποσχολάσεις
-
14 ἀποσχολάσεις
-
15 αποσχολάζειν
-
16 ἀποσχολάζειν
-
17 αποσχολάζοντας
-
18 ἀποσχολάζοντας
-
19 αποσχολάζοντες
-
20 ἀποσχολάζοντες
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αποσχολάζω — κ. σκολάζω κ. –σκολνώ (AM ἀποσχολάζω) σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι μσν. (για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω αρχ. 1. ψυχαγωγούμαι με κάτι 2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
ἀποσχολάζοντα — ἀποσχολάζω rest pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποσχολάζω rest pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζοντι — ἀποσχολάζω rest pres part act masc/neut dat sg ἀποσχολάζω rest pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζουσιν — ἀποσχολάζω rest pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσχολάζω rest pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάσεις — ἀποσχολάζω rest aor subj act 2nd sg (epic) ἀποσχολάζω rest fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζειν — ἀποσχολάζω rest pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζοντας — ἀποσχολάζω rest pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζοντες — ἀποσχολάζω rest pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάζων — ἀποσχολάζω rest pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχολάσας — ἀποσχολά̱σᾱς , ἀποσχολάζω rest fut part act fem acc pl (doric) ἀποσχολά̱σᾱς , ἀποσχολάζω rest fut part act fem gen sg (doric) ἀποσχολάσᾱς , ἀποσχολάζω rest aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)