Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀποσχολάζω

См. также в других словарях:

  • αποσχολάζω — κ. σκολάζω κ. –σκολνώ (AM ἀποσχολάζω) σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι μσν. (για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω αρχ. 1. ψυχαγωγούμαι με κάτι 2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀποσχολάζοντα — ἀποσχολάζω rest pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποσχολάζω rest pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχολάζοντι — ἀποσχολάζω rest pres part act masc/neut dat sg ἀποσχολάζω rest pres ind act 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχολάζουσιν — ἀποσχολάζω rest pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσχολάζω rest pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχολάσεις — ἀποσχολάζω rest aor subj act 2nd sg (epic) ἀποσχολάζω rest fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχολάζειν — ἀποσχολάζω rest pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχολάζοντας — ἀποσχολάζω rest pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχολάζοντες — ἀποσχολάζω rest pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχολάζων — ἀποσχολάζω rest pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχολάσας — ἀποσχολά̱σᾱς , ἀποσχολάζω rest fut part act fem acc pl (doric) ἀποσχολά̱σᾱς , ἀποσχολάζω rest fut part act fem gen sg (doric) ἀποσχολάσᾱς , ἀποσχολάζω rest aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»