-
1 αποσχίδες
-
2 ἀποσχίδες
-
3 ἀποσχίς
II sg., branch of the bile-duct, Gal.2.578.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσχίς
См. также в других словарях:
ἀποσχίδες — ἀποσχίς branches fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek