-
1 αποσφαλλούσης
-
2 ἀποσφαλλούσης
См. также в других словарях:
ἀποσφαλλούσης — ἀποσφάλλω lead astray pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποσφαλλούσης
2 ἀποσφαλλούσης
ἀποσφαλλούσης — ἀποσφάλλω lead astray pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)