-
1 αποσφήλωσι
-
2 ἀποσφήλωσι
-
3 ἀποσφάλλω
ἀπο - σφάλλω, only aor. subj. ἀποσφήλωσι, and opt. ἀποσφήλειε: cause to stray from a straight course, Od. 3.320; met., μὴ ( Μενέλᾶος) μέγα σφας ἀποσφήλειε πόνοιο, ‘disappoint’ them of, ‘make vain’ their toil, Il. 5.567.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποσφάλλω
См. также в других словарях:
ἀποσφήλωσι — ἀποσφάλλω lead astray aor subj act 3rd pl ἀποσφήλωσις failure fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)