Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀποστάσῃ

  • 1 αποστάση

    ἀποστά̱σῃ, ἀφίστημι
    put away: aor part act fem dat sg (attic epic ionic)
    ἀποστά̱σῃ, ἀφίστημι
    put away: aor subj mid 2nd sg (doric)
    ἀποστά̱σῃ, ἀφίστημι
    put away: aor subj act 3rd sg (doric)
    ἀποστά̱σῃ, ἀφίστημι
    put away: fut ind mid 2nd sg (doric)
    ἀποστάσηι, ἀπόστασις
    causing to revolt: fem dat sg (epic)
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: aor subj mid 2nd sg
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: aor subj act 3rd sg
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: fut ind mid 2nd sg
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: aor subj mid 2nd sg
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: aor subj act 3rd sg
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > αποστάση

  • 2 ἀποστάσῃ

    ἀποστά̱σῃ, ἀφίστημι
    put away: aor part act fem dat sg (attic epic ionic)
    ἀποστά̱σῃ, ἀφίστημι
    put away: aor subj mid 2nd sg (doric)
    ἀποστά̱σῃ, ἀφίστημι
    put away: aor subj act 3rd sg (doric)
    ἀποστά̱σῃ, ἀφίστημι
    put away: fut ind mid 2nd sg (doric)
    ἀποστάσηι, ἀπόστασις
    causing to revolt: fem dat sg (epic)
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: aor subj mid 2nd sg
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: aor subj act 3rd sg
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: fut ind mid 2nd sg
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: aor subj mid 2nd sg
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: aor subj act 3rd sg
    ἀποστάζω
    let fall drop by drop: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἀποστάσῃ

  • 3 απόσταση

    [-ις (-εως)] η
    1) расстояние, дистанция;

    από απόσταση — или εξ αποστάσεως — издалека;

    2) разница, различие;
    3) см. απόσταμα;

    § τον κρατώ σε απόσταση — держать на расстоянии кого-л., избегать близости с кем-л.; — не относиться к кому-л. как к равному

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απόσταση

  • 4 απόσταση

    η
    Entfernung f

    Griechisch-Deutsch-Wörterbuch > απόσταση

  • 5 απόσταση

    [апостаси] ουσ θ расстояние.

    Эллино-русский словарь > απόσταση

  • 6 απόσταση

    distance

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > απόσταση

  • 7 απόσταση

    1) dystans (m) rzecz.
    2) oddalenie (n) rzecz.
    3) odległość (f) rzecz.
    4) odstęp (m) rzecz.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > απόσταση

  • 8 απόσταση

    1) dálka
    2) odstup
    3) vzdálenost

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > απόσταση

  • 9 απόσταση

    distance

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απόσταση

  • 10 βολή

    I η
    1) выстрел; стрельба;

    η άσφαιρος βολ — холостой выстрел;

    η επί σκοπόν βολή — стрельба по цели;

    η απόσταση βολής — дальность стрельбы;

    με άμεση βολή — прямой наводкой;

    εκτός βολής — вне пределов досягаемости;

    2) снаряд;
    3) грохот пушек, канонада; 4) забрасывание сетей βολή2
    II η
    1) удобства, комфорт; уют;

    δεν έχει βολές αυτό το σπίτι — в этом доме нет удобств, нет комфорта;

    2) благо, блага;

    έχει τίς βολές του — он всё имеет, он состоятельный человек;

    κάθε δουλειά έχει τη βολή2 της — всякая работа имеет свои преимущества;

    3) прорезывание зубов (чаще при выпадании молочных)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βολή

  • 11 βραχύς

    εία, ύ 1.
    1) короткий, маленький;

    βραχεία απόσταση — короткое расстояние;

    βραχύ ανάστημα — небольшой рост;

    2) краткий, кратковременный, непродолжительный;

    βραχεία προθεσμία — краткий срок;

    εν βραχεί χρόνο — в скором времени, вскоре;

    3) краткий, лаконичный;

    διά βραχέθ3ν — коротко, вкратце;

    4) грам, краткий (гласный и т. п.);
    5) эл. короткий;

    βραχο κύκλωμα — короткое замыкание;

    βραχέα κύματα — короткие волны;

    2.:

    τα βραχέα — грам, краткие гласные

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βραχύς

  • 12 εστιακός

    η, ό[ν]
    1) очажный; 2) спец, очаговый; З) относящийся к очагу, дому; 4) физ. фокусный;

    εστιακή απόσταση — фокусное расстояние

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εστιακός

См. также в других словарях:

  • απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …   Dictionary of Greek

  • απόσταση — η 1. το διάστημα ανάμεσα σε δύο τοπικά ή χρονικά σημεία: Απόσταση πολλών αιώνων χωρίζει τον αρχαίο από το σημερινό ελληνικό πολιτισμό. 2. διαφορά ανάμεσα σε πράγματα, καταστάσεις, αντιλήψεις: Υπάρχει σημαντική απόσταση ανάμεσα στις απόψεις μας. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποστάσῃ — ἀποστά̱σῃ , ἀφίστημι put away aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀποστά̱σῃ , ἀφίστημι put away aor subj mid 2nd sg (doric) ἀποστά̱σῃ , ἀφίστημι put away aor subj act 3rd sg (doric) ἀποστά̱σῃ , ἀφίστημι put away fut ind mid 2nd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστιακή απόσταση — Η απόσταση από το κέντρο ενός κατόπτρου ή φακού έως το εστιακό σημείο ή εστία F. Σε ένα σύστημα που προκαλεί σύγκλιση των φωτεινών ακτίνων, για παράδειγμα ένα κοίλο κάτοπτρο ή έναν λεπτό κυρτό φακό, η εστία F είναι το σημείο στο οποίο φτάνει μια… …   Dictionary of Greek

  • τηλέμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της απόστασης ενός σημείου μη προσιτού απευθείας από τον τόπο της παρατήρησης. Τα τ. χρησιμοποιούνται γενικά για μετρήσεις αποστάσεων αρκετών χιλιομέτρων και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις για μικρές αποστάσεις. Η αρχή επί της… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»