-
1 αποστάσεις
ἀποστά̱σεις, ἀφίστημιput away: aor subj act 2nd sg (epic doric)ἀποστά̱σεις, ἀφίστημιput away: fut ind act 2nd sg (doric)ἀπόστασιςcausing to revolt: fem nom /voc pl (attic epic)ἀπόστασιςcausing to revolt: fem nom /acc pl (attic)ἀποστάζωlet fall drop by drop: aor subj act 2nd sg (epic)ἀποστάζωlet fall drop by drop: fut ind act 2nd sgἀποστάζωlet fall drop by drop: aor subj act 2nd sg (epic)ἀποστάζωlet fall drop by drop: fut ind act 2nd sg -
2 ἀποστάσεις
ἀποστά̱σεις, ἀφίστημιput away: aor subj act 2nd sg (epic doric)ἀποστά̱σεις, ἀφίστημιput away: fut ind act 2nd sg (doric)ἀπόστασιςcausing to revolt: fem nom /voc pl (attic epic)ἀπόστασιςcausing to revolt: fem nom /acc pl (attic)ἀποστάζωlet fall drop by drop: aor subj act 2nd sg (epic)ἀποστάζωlet fall drop by drop: fut ind act 2nd sgἀποστάζωlet fall drop by drop: aor subj act 2nd sg (epic)ἀποστάζωlet fall drop by drop: fut ind act 2nd sg -
3 συν-οικία
συν-οικία, ἡ, att. ξυνοικία, das Zusammenwohnen, die Wohnungsgemeinschaft; δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν, Aesch. Eum. 876, vgl. Suppl. 264; Wohnhaus, Ort, wo Mehrere zusammenwohnen, Aesch. 1, 124, ὅπου πολλοὶ μισϑωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσιν; vgl. ἐμπιπρᾶσι τὰς οἰκίας τὰς ἐν κύκλῳ τῆς ἀγορᾶς καὶ τὰς ξυνοικίας, Thuc. 3, 74; Is. 2, 27; Dem. 36, 6. 34; auch Nebenhaus, Aesch. 1, 105; ἐμοὶ δὲ ὑπερῷον καὶ ξυνοικία δύο, Ar. Equ. 996, wo der Schol. erkl. αἱ μικραὶ οἰκίαι καὶ ἀποστάσεις ἢ οὓς νῦν φανόπτας φαμέν; übh. Wohnung, Th. 273. – Allgemeiner, ταύτῃ τῇ ξυνοικίᾳ ἐϑέμεϑα πόλιν ὄνομα, Plat. Rep. II, 369 c; Legg. III, 679 b u. öfter; Landhäuser, αἱ κατὰ τὴν χώραν συνοικίαι, Pol. 16, 11, 1; συνοικίας ὅλας ἐπρίαντο, Luc. Fugit. 20.
-
4 αποστασις
- εως ἥ1) отдаление, расстояние(τινος ἀπό τινος Xen.; ἀφεστάναι τῇ αὐτῇ ἀποστάσει Plat.)
ἐξ ἀποστάσεως и ἐν ἀποστάσει Polyb. — на расстоянии2) различие, разница(τινος πρός τι Plut.)
3) отложение, отпадение(τινος Thuc. и ἀπό τινος Her.)
4) прекращение(ἥ ἀφασία ἀ. ἐστι τῆς φάσεως Sext.)
ἀ. βίου Eur. — кончина, смерть;ἀ. κτημάτων Dem. — утрата имущества5) восстание(ἀποστάσεις καὴ πόλεμοι Plut.)
-
5 προκαταλαμβανω
тж. med.1) первым захватывать, ранее занимать(τὰ ἄκρα Xen.)
τόποι προκαταληφθέντες Plut. — ранее захваченные (противником) местности;π. τὸ βῆμα Aeschin. — первым захватить ораторскую трибуну;π. ἡμᾶς νῦν ἐς τέν ὑμετέραν ἐπιχείρησιν Thuc. — (коринфяне хотят) раньше завладеть нами, чтобы (потом) напасть на вас;π. καὴ προκολακεύειν τινά Plat. — посредством лести заблаговременно заручиться чьей-л. благосклонностью;π. τὰ ὦτά τινος Aeschin. — заранее склонить кого-л. на свою сторону2) упреждать, предвосхищать(τὰ μέλλοντα λέγεσθαι, τοὺς ἀκροατάς Arst.)
πράγματα πάλαι προκατειλημμένα Isocr. — вопросы, давно уже рассмотренные3) (пред)упреждать, предотвращать(τὰς νόσους Diod.; τῶν πόλεων τὰς ἀποστάσεις Thuc.)
4) внушать предубеждениеπ. διαβολῇ τινα Plut. — создать предубеждение против кого-л.;
οἱ προκατειλημμένοι ἄνθρωποι Plut. — люди с предвзятыми мнениями -
6 εκμηδενίζω
μετ. сводить на нет, сводить к нулю, ликвидировать, уничтожать;τό αεροπλάνο εκμηδένισε τίς αποστάσεις самолёт уничтожил расстояния;εκμηδενίζομαι — переставать существовать; — исчезать; — ликвидироваться
-
7 προκαταλαμβάνω
A seize beforehand, occupy in advance, esp. by a military force, Th.2.2, 3.112, X.An.1.3.16, etc.:—[voice] Med., Plb.2.27.5, SIG742.7 (Ephesus, i B. C.), etc.:—[voice] Pass., to be so occupied, Th. 4.89.2 generally, preoccupy,τὸ βῆμα Aeschin.3.71
; τὰ κοινὰ καὶ φιλάνθρωπα τῶν ὀνομάτων ib.248;τὰ Φιλίππου ὦτα Id.2.108
; πράγματα προκατειλημμένα, by the previous speakers, Isoc.4.74.3 apprehend before, Gal.1.183;- λαμβάνεται τὸ σημεῖον τοῦ σημειωτοῦ S.E.M.8.169
;- ειλημμένον πρόσωπον A.D.Synt.26.13
(- ειλεγμένον is f.l. here and in Adv.157.26).4 [voice] Pass., of events, to be predetermined,ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης Diogenian.
Epicur.3.51, cf. 2.20.II metaph., prevent, anticipate, frustrate,τῶν πόλεων τὰς ἀποστάσεις Th. 1.57
;π. ὅπως μὴ.. Id.3.46
, 6.18: abs., Id.3.2, etc.; π. καὶ ἀπειλεῖν, of the legislator, Pl.Lg. 853b; in speaking,π. τὰ ἐπίδοξα λέγεσθαι Arist. Rh.Al. 1443a6
, al.; of persons, anticipate or surprise them, Th. 3.3; τοῦ χειμῶνος -λαβόντος [αὐτόν] Plb. 38.8.3:—[voice] Med.,π. τινά Id.5.36.8
;π. τὰς νόσους D.S.1.82
, cf. Herod. [voice] Med. in Rh.Mus.58.92:— [voice] Pass., τῶν.. προκατειλημμένων κατηγορημάτων the charges that have been anticipated, Din.1.1; to be surprised, Plb.2.18.6; - ληφθέντες ἀναλαμβάνονται if taken in time they recover, Philum. ap. Aët.9.7.III overpower first, π. ἡμᾶς ἐς τὴν ὑμετέραν ἐπιχείρησιν crush us in preparation for an attack on you, Th.1.33, cf. 36:— [voice] Pass.,δεσμοῖς Plb.16.34.11
: of. [voice] Pass. in med. sense,προκατείλημμαί σ' ὦ τύχη Epicur.Sent.Vat.47
(= Metrod.Fr.49).2 without any notion of force, win over before, preoccupy,π. καὶ προκολακεύειν τὴν μέλλουσάν τινος δύναμιν Pl.R. 494c
;τὴν ἐκκλησίαν Aeschin.3.67
.c [voice] Pass., to be prejudiced,αἱρέσει τινί Gal.4.705
.IV fasten securely, Sor.Fasc. 1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαταλαμβάνω
-
8 ἀπόστασις
B ([etym.] ἀφίσταμαι) emanation,εἰδώλων -σεις Epicur.Fr. 320
.2 slackness, of bandages, Gal.18(2).806.3 defection, revolt,ἀπό τινος Hdt.3.128
;τὴν Κυπρίων ἀ. πρῆξαι Id.5.113
;τὴν Αἰγύπτου ἀ. παρασκευάζεσθαι Id.7.4
;ἀ. ἐκ τῆς ξυμμαχίας Th.5.81
;ἀ. πρός τινα Id.1.75
;διπλῆν ἀ. ἀποστήσεσθαι Id.3.13
; ἀ. τῶν Ἀθηναίων, for ἀπὸ τ. Ἀ., Id.8.5; but τὰςΜεσσηνίων ἀ. Pl.Lg. 777c
.4 departure from, ; separation of effect from cause, Procl.Inst.35; giving up, cession,ἀ. τῶν κτημάτων D.19.146
; desisting from, disuse of,φάσεως S.E.P.1.192
;τῶν ἀπροαιρέτων Arr.Epict.4.4.39
.5 distance,ἁ ἀφ' ἡμῶν ἀ. Archyt.1
;ἀφεστάναι τῇ αὐτῇ ἀ. ᾗπερ.. Pl.Phd. 111b
; ,cf. 546b;ἐκ μικρᾶς ἀ. Arist.Aud. 800b7
;τῇ ἀπὸ τῆς γῆς ἀ. Id.HA 503a21
; ἐκ τῶν ἀ. according to their distances, Id.Cael. 290b22; of time,κατὰ τὴν πρὸς τὸ νῦν ἀ. Id.Ph. 223a5
; ἐξ ἀποστάσεως at a certain distance, Plb.3.114.3;ἐν ἀποστάσει Id.3.113.4
, Phld.Herc.19.25;κατ' ἀποστάσεις Hanno Peripl.13
.6 Rhet., employment of detached phrases, Hermog.Id.1.10, Aristid.Rh.1p.462S., Philostr.VS1.9.1(pl.), Ep.73.7 lapse, declension, Plot. 1.8.7,5.1.1.II place where something is put away, repository, storehouse, Str.17.1.9, Philippid.14, Heraclid.Pol.72.III Medic.,suppurative inflammation, throwing off the peccant humours left by fever, etc., Hp.Epid.3.4(pl.), Aret.SD1.9, Aristid.Or.47(23).68.2 of diseases, transition from one to another, Hp.Epid.1.6; στραγγουριώδης ἀ. ib.3.1ά.3 lesion of continuity, Gal.18(2).820.4 degree of heat, cold, etc., Id.11.561, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόστασις
См. также в других словарях:
ἀποστάσεις — ἀποστά̱σεις , ἀφίστημι put away aor subj act 2nd sg (epic doric) ἀποστά̱σεις , ἀφίστημι put away fut ind act 2nd sg (doric) ἀπόστασις causing to revolt fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόστασις causing to revolt fem nom/acc pl (attic) ἀποστάζω let… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
μετάδοση δεδομένων — Πρόκειται για τη ψηφιακή μ.δ. από μια συσκευή πομπό σε μια συσκευή δέκτη. Η ταχύτητα και η αξιοπιστία μετάδοσης ενός σήματος εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, με βασικότερο τον τρόπο μετάδοσης. Οι τρόποι μετάδοσης ενός σήματος είναι η σειριακή… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
αδρονικό πεδίο — Ελκτικό πεδίο δυνάμεων που δημιουργείται γύρω από ένα αδρόνιο. Το πεδίο αυτό μπορεί να δικαιολογήσει την έλξη ανάμεσα στα πρωτόνια του πυρήνα που κανονικά θα έπρεπε να απωθούνται, ως ομώνυμα φορτισμένα. Η ένταση του α.π. είναι αντιστρόφως ανάλογη … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek