-
1 αποστάξιες
-
2 ἀποστάξιες
См. также в других словарях:
ἀποστάξιες — ἀπόσταξις nose bleeding fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποστάξιες
2 ἀποστάξιες
ἀποστάξιες — ἀπόσταξις nose bleeding fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)