Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀποστάξεως

См. также в других словарях:

  • ἀποστάξεως — ἀποστάξεω̆ς , ἀπόσταξις nose bleeding fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατράμι — Παχύρρευστη, βαθύχρωμη, ελαιώδης ουσία με φαινολική οσμή. Είναι μείγμα διαφόρων προϊόντων, όπως οι υδρογονάνθρακες, οι φαινόλες, οι θειούχες και αζωτούχες ενώσεις, καθώς και ποικίλων ποσοτήτων νερού και λεπτότατης σκόνης άνθρακα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • τζιν — (gin). Οινοπνευματώδες ποτό, που παρασκευάζεται κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες από σιτηρά (κριθάρι, σιτάρι, βρώμη) και αρωματίζεται με καρπούς κέδρου ή άλλες ουσίες (φλούδα λεμονιού ή πορτοκαλιού, κασσία, κάρδαμο, ρίζα ίριδας κ.ά.). Τη στιγμή… …   Dictionary of Greek

  • υδροπυρόλυση — η, Ν τεχνολ. διεργασία πυρόλυσης σε ατμόσφαιρα υδρογόνου, η οποία επιτρέπει γενικά, στα πλαίσια τής κατεργασίας τών πετρελαίων, τη μετατροπή ενός κλάσματος τής εν κενώ αποστάξεως σε ελαφρότερα προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»