-
1 αποστύξαντες
-
2 ἀποστύξαντες
-
3 ἀπο-πτήσσω
ἀπο-πτήσσω, = simplex, ἀποπτήξαντες v. l. für ἀποστύξαντες Opp. H. 4, 370.
См. также в других словарях:
ἀποστύξαντες — ἀποστυγέω hate violently aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)