-
1 αποστυφελιζω
См. также в других словарях:
αποστυφελίζω — ἀποστυφελίζω (Α) απομακρύνω διά της βίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + στυφελίζω «κτυπώ κάτι με δύναμη, τραντάζω»] … Dictionary of Greek
ἀπεστυφέλιξαν — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστυφέλιξε — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστυφέλιξεν — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)