-
101 απέστροφε
-
102 ἀπέστροφε
-
103 απέστροφεν
ἀποστρέφωturn back: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἀποστρέφωturn back: perf ind act 3rd sg -
104 ἀπέστροφεν
ἀποστρέφωturn back: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἀποστρέφωturn back: perf ind act 3rd sg -
105 απόστρεφε
ἀποστρέφωturn back: pres imperat act 2nd sgἀποστρέφωturn back: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
106 ἀπόστρεφε
ἀποστρέφωturn back: pres imperat act 2nd sgἀποστρέφωturn back: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
107 ανταπέστρεφεν
ἀντί, ἀπό, εἰσ-τρέφωthicken: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀντί-ἀποστρέφωturn back: imperf ind act 3rd sg -
108 ἀνταπέστρεφεν
ἀντί, ἀπό, εἰσ-τρέφωthicken: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀντί-ἀποστρέφωturn back: imperf ind act 3rd sg -
109 απεστραμμέναις
-
110 ἀπεστραμμέναις
-
111 απεστραμμένε
-
112 ἀπεστραμμένε
-
113 απεστραμμένη
-
114 ἀπεστραμμένη
-
115 απεστραμμένην
-
116 ἀπεστραμμένην
-
117 απεστραμμένης
-
118 ἀπεστραμμένης
-
119 απεστραμμένοι
-
120 ἀπεστραμμένοι
См. также в других словарях:
αποστρέφω — αποστρέφω, απέστρεψα και απόστρεψα βλ. πίν. 13 Σημειώσεις: αποστρέφω, αποστρέφομαι : με την έννοια → στρέφω προς την άλλη μεριά (π.χ. του απόστρεψε το πρόσωπο απ τα βλέμματα των άλλων [Κυρία Κούλα, σελ. 30]) δεν έχει παθητική φωνή. Το… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποστρέφω — turn back pres subj act 1st sg ἀποστρέφω turn back pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… … Dictionary of Greek
αποστρέφω — εψα, άφηκα, αμμένος 1. γυρίζω προς το αντίθετο μέρος: Μόλις με είδε, απόστρεψε το πρόσωπό του. 2. το μέσ., αποστρέφομαι αντιπαθώ, σιχαίνομαι: Οι περισσότεροι χωριανοί του τον αποστρέφονταν, γιατί ήταν εγωιστής και πλεονέχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπεστραμμένα — ἀποστρέφω turn back perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπεστραμμένᾱ , ἀποστρέφω turn back perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπεστραμμένᾱ , ἀποστρέφω turn back perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρέφεσθε — ἀποστρέφω turn back pres imperat mp 2nd pl ἀποστρέφω turn back pres ind mp 2nd pl ἀποστρέφω turn back imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρέφετε — ἀποστρέφω turn back pres imperat act 2nd pl ἀποστρέφω turn back pres ind act 2nd pl ἀποστρέφω turn back imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρέφῃ — ἀποστρέφω turn back pres subj mp 2nd sg ἀποστρέφω turn back pres ind mp 2nd sg ἀποστρέφω turn back pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρέψει — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd sg (epic) ἀποστρέφω turn back fut ind mid 2nd sg ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρέψουσι — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd pl (epic) ἀποστρέφω turn back fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρέψουσιν — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd pl (epic) ἀποστρέφω turn back fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)