-
1 αποστομίζω
ἀποστομίζωdeprive of an edge: pres subj act 1st sgἀποστομίζωdeprive of an edge: pres ind act 1st sg -
2 ἀποστομίζω
ἀποστομίζωdeprive of an edge: pres subj act 1st sgἀποστομίζωdeprive of an edge: pres ind act 1st sg -
3 ἀποστομίζω
II = foreg. 11, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστομίζω
-
4 ἀποστομίζω
ἀπο-στομίζω, der Schneide berauben, abstumpfen -
5 αποστομιζόμενος
-
6 ἀποστομιζόμενος
-
7 αποστομιούντας
-
8 ἀποστομιοῦντας
-
9 αποστομίζειν
-
10 ἀποστομίζειν
-
11 αποστομίζοντος
-
12 ἀποστομίζοντος
-
13 αποστομίζων
-
14 ἀποστομίζων
-
15 ἀποστομόω
II = ἀποστομίζω 1,ὅπλα ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς D.H.6.14
, cf. Luc.Tim.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστομόω
См. также в других словарях:
ἀποστομίζω — deprive of an edge pres subj act 1st sg ἀποστομίζω deprive of an edge pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστομίζω — ἀποστομίζω (AM) αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει αρχ. αμβλύνω την κόψη μαχαιριού ή όπλου … Dictionary of Greek
ἀποστομιζόμενος — ἀποστομίζω deprive of an edge pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστομιοῦντας — ἀποστομίζω deprive of an edge fut part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστομίζειν — ἀποστομίζω deprive of an edge pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστομίζοντος — ἀποστομίζω deprive of an edge pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστομίζων — ἀποστομίζω deprive of an edge pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)