Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀποστολεύς

См. также в других словарях:

  • ἀποστολεύς — one who dispatches masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολεῖς — ἀποστολεύς one who dispatches masc acc pl ἀποστολεύς one who dispatches masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολῆς — ἀποστολεύς one who dispatches masc nom pl ἀποστολεύς one who dispatches masc nom/voc pl ἀποστολή sending off fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολέων — ἀποστολεύς one who dispatches masc gen pl ἀποστολέω̆ν , ἀποστολεύς one who dispatches masc gen pl ἀποστολή sending off fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολέως — ἀποστολέω̆ς , ἀποστολεύς one who dispatches masc gen sg ἀποστολεύς one who dispatches masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστολέας — ο (ΑΜ ἀποστολεύς) [αποστέλλω] αυτός που αποστέλλει κάτι σε κάποιον νεοελλ. 1. αυτός που στέλνει επιστολή, τηλεγράφημα ή δέμα, σημειώνοντας το όνομα και τη διεύθυνση του 2. αυτός που αναλαμβάνει την αποστολή αντικειμένων τα οποία παραδίδονται σ… …   Dictionary of Greek

  • ἀποστολῇ — ἀποστολῆι , ἀποστολεύς one who dispatches masc dat sg (epic ionic) ἀποστολή sending off fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολέα — ἀποστολέᾱ , ἀποστολεύς one who dispatches masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολέας — ἀποστολέᾱς , ἀποστολεύς one who dispatches masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»