Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀποστεγάζω

См. также в других словарях:

  • αποστεγάζω — (Α ἀποστεγάζω) αφαιρώ τη στέγη, ξεσκεπάζω νεοελλ. (νομ.) αφαιρώ το δικαίωμα στέγασης από κάποιον ή διατάζω την έξωσή του από στέγη που του έχει παραχωρηθεί αρχ. σκεπάζω, καλύπτω τελείως …   Dictionary of Greek

  • ἀποστεγάσῃ — ἀποστεγάζω uncover aor subj mid 2nd sg ἀποστεγάζω uncover aor subj act 3rd sg ἀποστεγάζω uncover fut ind mid 2nd sg ἀποστεγάζω uncover aor subj mid 2nd sg ἀποστεγάζω uncover aor subj act 3rd sg ἀποστεγάζω uncover fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστεγασθῆναι — ἀποστεγάζω uncover aor inf pass ἀποστεγάζω uncover aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστεγάζεσθαι — ἀποστεγάζω uncover pres inf mp ἀποστεγάζω uncover pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστεγάζουσαι — ἀποστεγάζω uncover pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) ἀποστεγάζω uncover pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστεγάσειν — ἀποστεγάζω uncover fut inf act (attic epic) ἀποστεγάζω uncover fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεστεγάσθη — ἀποστεγάζω uncover aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεστέγασαν — ἀποστεγάζω uncover aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεστέγασεν — ἀποστεγάζω uncover aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστεγάσαι — ἀποστεγά̱σᾱͅ , ἀποστεγάζω uncover fut part act fem dat sg (doric) ἀποστεγά̱σᾱͅ , ἀποστεγάζω uncover fut part act fem dat sg (doric) ἀποστεγάζω uncover aor inf act ἀποστεγάσαῑ , ἀποστεγάζω uncover aor opt act 3rd sg ἀποστεγάζω uncover aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστεγάσας — ἀποστεγά̱σᾱς , ἀποστεγάζω uncover fut part act fem acc pl (doric) ἀποστεγά̱σᾱς , ἀποστεγάζω uncover fut part act fem gen sg (doric) ἀποστεγά̱σᾱς , ἀποστεγάζω uncover fut part act fem acc pl (doric) ἀποστεγά̱σᾱς , ἀποστεγάζω uncover fut part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»