-
1 αποσπαραγμα
См. также в других словарях:
ἀποσπάραγμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπαράγματα — ἀποσπάραγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποσπαραγμα
ἀποσπάραγμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπαράγματα — ἀποσπάραγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)