-
1 αποσκοπιος
-
2 ἀποσκόπιος
ἀπο-σκόπιος, ον,A far from the mark,ἀ. ἀφάμαρτον App.Anth. 3.59
(Ptol.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσκόπιος
-
3 ἀποσκόπιος
-
4 αποσκοπος
-
5 αποσκόπιοι
-
6 ἀποσκόπιοι
См. также в других словарях:
ἀποσκόπιοι — ἀποσκόπιος far from the mark masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)