Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀποσκοποῦν

  • 1 αποσκοπούν

    ἀποσκοπέω
    look away from: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ἀποσκοπέω
    look away from: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
    ἀποσκοπέω
    look away from: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ἀποσκοπέω
    look away from: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > αποσκοπούν

  • 2 ἀποσκοποῦν

    ἀποσκοπέω
    look away from: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ἀποσκοπέω
    look away from: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
    ἀποσκοπέω
    look away from: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ἀποσκοπέω
    look away from: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἀποσκοποῦν

См. также в других словарях:

  • ἀποσκοποῦν — ἀποσκοπέω look away from pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἀποσκοπέω look away from pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) ἀποσκοπέω look away from pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἀποσκοπέω look away from… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • εγγειοβελτιώσεις — Όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο αποξηραντικών, αντιπλημμυρικών, αρδευτικών, εκχερσωτικών κλπ. έργων με τα οποία βελτιώνεται ένα έδαφος, συνήθως επίπεδο, και γίνεται κατάλληλο για εντατική γεωργική εκμετάλλευση. Υπάρχουν επίσης ε. ορεινών περιοχών …   Dictionary of Greek

  • αθλοπαιδιά — η η λ. αποδίδει γενικά στην Ελληνική τον αγγλικό όρο «σπορ» σημαίνει τις σωματικές ασκήσεις ή τα αγωνιστικά παιχνίδια, που αποσκοπούν στην ψυχαγωγία, τη σωματική ευρωστία και τη φυσική αγωγή, σε αντίθεση με τα αθλήματα, που αποβλέπουν στην… …   Dictionary of Greek

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δερβίσης — Λέξη περσικής προέλευσης (προέρχεται, πιθανώς, από τις λέξεις ντερ = πόρτα και βις = κοίτασμα, και σημαίνει ζητιάνος που στέκει στην πόρτα ή που γυρίζει από πόρτα σε πόρτα, αλλά η ετυμολογία αυτή είναι αμφίβολη) με την οποία σε πολλές χώρες του… …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»