-
1 αποραφανίδωσις
-
2 ἀποραφανίδωσις
-
3 ἀποραφανίδωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποραφανίδωσις
-
4 ῥαφανιδόω
A thrust a radish up the fundament, a punishment of adulterers in Athens, Ar.Nu. 1083, cf. Luc. Peregr.9:—hence [full] ἀπορᾰφᾰνίδωσις, εως, ἡ, Sch.Ar.Pl. 168.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥαφανιδόω
См. также в других словарях:
αποραφανίδωσις — ἀποραφανίδωσις, η (Α) εξευτελιστική τιμωρία των μοιχών με το να μπήγουν ραφανίδα στον πρωκτό τους … Dictionary of Greek
ἀποραφανίδωσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)