-
1 απορροαίς
-
2 ἀπορροαῖς
См. также в других словарях:
ἀπορροαῖς — ἀπορροή flowing off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απορροαίς
2 ἀπορροαῖς
ἀπορροαῖς — ἀπορροή flowing off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)