-
1 απορροή
-
2 ἀπορροῇ
-
3 απορροή
-
4 ἀπορροή
-
5 ἀπορροή
A flowing off, stream,αἵματος ἀπορροαί E.Hel. 1587
; outflow, Sabin. ap. Orib.9.15.6; surface from which water flows off, D.S.2.8.3 exhalation, Plu.Sol.23.II falling away, loss,τὰ ἐκεῖ ταχθέντα κατὰ φύσιν μένοντα οὐδεμίαν πάσχει ἀ. Plot.2.1.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπορροή
-
6 απορροήι
-
7 ἀπορροῆι
-
8 απορροών
-
9 ἀπορροῶν
-
10 απορροίας
ἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem acc plἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem acc plἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἀπορροίας
ἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem acc plἀπορροίᾱς, ἀπόρροιαeffluvia: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem acc plἀπορροίᾱς, ἀπορρόηfem gen sg (attic doric aeolic) -
12 απορροάς
-
13 ἀπορροᾶς
-
14 απορροής
-
15 ἀπορροῆς
-
16 απορροαίς
-
17 ἀπορροαῖς
-
18 απορροαί
-
19 ἀπορροαί
-
20 απορροιών
См. также в других словарях:
ἀπορροῇ — ἀπορροή flowing off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροή — flowing off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορροή — Η εκροή, η ρεύση· η προέλευση· η αναθυμίαση· η έκλυση. (Γεωλ.) Η άμεση ροή των επιφανειακών νερών (από βροχή ή χιόνι) εξαιτίας πλευρικών επιφανειών, κλιτύων κλπ. Με την α. τα επιφανειακά νερά καταλήγουν στα ποτάμια και τις λίμνες και έπειτα στη… … Dictionary of Greek
απορροή — η το να προέρχεται κάτι ή κάποιος από κάπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορροῆι — ἀπορροῇ , ἀπορροή flowing off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροῶν — ἀπορρόη fem gen pl ἀπορροή flowing off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροαῖς — ἀπορροή flowing off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροαί — ἀπορροή flowing off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροᾶς — ἀπορροή flowing off fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροῆς — ἀπορροή flowing off fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροήν — ἀπορροή flowing off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)